Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2012

Μύθοι και θρύλοι Ασωπού και Μολάων

Μύθοι και θρύλοι Ασωπού και Μολάων


Μύθος "Το νερό και τα Τάλαντα":
Στην περιοχή της Πλύτρας υπήρχε η πόλη της Αρχαίας Κυπαρισσίας . Η περιοχή αυτή είχε μεγάλο πρόβλημα με την έλλειψη νερού.
Η παράδοση λοιπόν λέει πως στην Αρχαία Κυπαρισσία υπήρχε Βασίλειο, όπου ο Βασιλιάς εκεί είχε δύο παιδιά. Ένα κορίτσι και
ένα αγόρι.

Η βασιλοπούλα προκειμένου να επιλέξει αυτόν τον οποίο θα παντρευτεί, έβαλε δύο βασιλόπουλα (από διαφορετικές περιοχές) σε μια δοκιμασία.
Τότε λεγόταν πως οι Βασιλείς που ανήκαν στην ίδια οικογένεια - ήταν δηλαδή αδέρφια - είχαν το δικαίωμα να παντρεύονται μεταξύ τους !
Έτσι λοιπόν, ο ένας από τους δύο υποψήφιους μνηστήρες της,

ήταν ο ίδιος της ο αδερφός! Ο δεύτερος όμως ήταν ο αγαπημένος της βασιλοπούλας.
Η δοκιμασία που επέβαλε στα δύο βασιλόπουλα , ήταν η εξής: Όποιος έφερνε πρώτος το νερό στο βασίλειο της Αρχαίας Κυπαρισσίας , εκείνος θα την παντρευόταν.
Η βασιλοπούλα φυσικά, ήθελε να επιλέξει ως σύζηγό της τον αγαπημένο της. Τον έστειλε λοιπόν να φέρει το νερό από την περιοχή των Μολάων που το έδαφος ήταν πολύ ομαλό, θεωρώντας πως δε θα αντιμετώπιζε καμία δυσκολία φέρνοντας αυτός πρώτος το νερό από εκεί. Για τον αδερφό της, επέλεξε μια πολύ δύσκολη περιοχή, την περιοχή των σημερινών Ταλάντων, που για να φέρει το νερό θα έπρεπε να το περάσει από βραχώδες κι ανώμαλο έδαφος.

Ο αγαπημένος της ξεκίνησε να σκαλίζει πρώτα το αυλάκι και καθώς στην πορεία άφησε το νερό να τρέξει μέσα στο αυλάκι, αυτό σταμάτησε και λίμνασε κάπου στον κάμπο των Μολάων. Έτσι το βασιλόπουλο αυτό - δυστυχώς για την βασιλοπούλα - δεν κατάφερε να πάει ποτέ το νερό στην Αρχαία Κυπαρισσία.
Ο αδερφός της όμως έκανε το εξής : άφησε το ίδιο το νερό καθώς κυλούσε να τον οδηγήσει προς την κατεύθυνση την οποία θα σκαλίσει, και έτσι έφτασε πρώτος το νερό στην Αρχαία Κυπαρισσία.

Όταν η βασιλοπούλα έμαθε τα μαντάτα πικράθηκε τόσο που κρύφτηκε μέσα σε ένα φυτό το οποίο λέγετε ροδοδάφνη. Αυτό το φυτό έχει πολύ πικρούς χυμούς. Έτσι λοιπόν η βασιλοπούλα παρακάλεσε την ροδοδάφνη : «πάρε την ομορφιά μου και δώσε μου την πίκρα σου»! Και έτσι ..πέθανε η βασιλοπούλα από τον καημό της και η ροδοδάφνη απέκτησε πανέμορφα άνθη!
Οι κάτοικοι της περιοχής από την οποία έφερε το νερό ο αδερφός της βασιλοπούλας ,πληρώθηκαν με το νόμισμα το οποίο επικρατούσε τότε ,το «τάλαντον» .Από αυτά τα νομίσματα λοιπόν πήρε και το όνομά του το σημερινό χωριό Τάλαντα.
 
Μύθος "Ο παλιόπυργος των Μολάων":
Ήτανε -λέει- στα χρόνια της Τουρκιάς ένας αγάς σκληρόκαρδος πολύ, που διαφέντευε το μεγαλοχώρι των Μολάων. Είχε στην κατοχή του τα νερά και τους νερόμυλους του Λάρνακα, τους μπαξέδες τής πανωμεριάς και τον κάμπο τής Λεύκης, είχε και κοπάδια πολλά και πλούτια αρίφνητα. Είχε ασκέρι διαλεχτό στις διαταγές του και μπιστικούς στη δούλεψή του τους καλύτερους του τόπου.
Κι ο πύργος ο βενετσιάνικος στου βράχου την κορφή, βίγκλα και φυλακή μαζί, σαν την αητοφωλιά ξεμονεμένος , δικός του ήτανε κι αυτός. Παλιόπυργο τον λέγαν.
Κείνο όμως που τον έκανε περήφανο και το’ λεγε σ’οθωμανούς και σκλάβους, ήταν η κόρη του η μονάκριβη, η μοσχοαναθρεμμένη, που την αγάπαγε όσο τίποτα στον κόσμο. Ήτανε το στολίδι του πυργόσπιτου, που’χε ο αγάς στον τουρκομαχαλά, στα Κόκκινα Λιθάρια, με τις αυλές και τους οντάδες και το χαμάμι το διπλό.
Για τούτο , σαν κεραυνός τον χτύπησε μια μέρα το χαμπέρι από τη δούλα του τη βάβω, πως είχε έρωτα κρυφό η μοναχοκόρη η ζηλευτή, με το ραγιά τον Κωσταντή, τον αλογάρη και κυνηγό του αγά, που είχανε να λένε στις ρούγες και τις γειτονιές για την ομορφάδα του και την παλικαριά του.
Από τα δώδεκα τον είχε στανικά ο Τούρκος τον Κωσταντή στους σταύλους και στα κυνήγια του με τα σκυλιά κι όσο μεγάλωνε τόσο φαινόταν η δύναμη κι η δεξιοσύνη του η περίσσεια.
Σκύλιασε ο αγάς απ’ το κακό του, έστειλε και τον φέρανε μπροστά του, μα κει που όλοι περίμεναν να πέσει στα πόδια του με παρακάλια για συγχώρεση, εκείνος στάθηκε ορθός με περηφάνια και του’ πε πως την αγαπάει.
«Στον πλάτανο !» βρυχήθηκε ο αγάς κι έδειξε κατά το βοριά τη ρεματιά του Λάρνακα με το θεόρατο πλατάνι, κει που κρεμόταν μόνιμα η θηλιά, για να τη βλέπουνε οι χριστιανοί και να φοβούνται.
Τα είδε και τ’ άκουσε η κόρη ψηλά απ’ το παραθύρι του οντά της, όσα γινήκαν στην αυλή και μόλις πήρανε τον Κωνσταντή για την κρεμάλα, έσυρε φωνή σπαραχτική και χύμηξε να πέσει από κει πάνου, μα την προλάβανε οι δούλες.
«Και σένα…στον παλιόπυργο είναι η θέση σου» της φώναξε ο άκαρδος πατέρας, που οργή και μίσος έγινε η αγάπη του, με μιας.
Σαράντα μέρες, σαν το πουλάκι στο κλουβί, φυλακισμένη πάνω στον πύργο τον παλιόπυργο η κόρη, ανάμεσα γης κι ουρανού, λαβωμένη από τον έρωτα μαζί κι από το χάρο, μήτε να φάει, μήτε να πιεί, μόνο ένα μοιρολόι ολημερίς κι ολονυχτίς για την αγάπη της τη σκοτωμένη. ΄Εσβησε ένα δειλινό στην αγκαλιά της βάβως τής καλής της κι έφυγε να πάει να βρει τον Κωσταντή.
Από τότε, μόλις πέφτει η νύχτα, άμα σε βγάλει ο δρόμος ψηλά «στα ποταμάκια», θ’ακούσεις μια κουκουβάγια να λέει στη γλώσσα της, μέχρι να ξημερώσει, την ίδια τρισύλλαβη λέξη… «Κω-στα-ντή», «Κω-στα-ντή»!

(Διασκευή  Κ. Πραχάλη)
 
Μύθος "Η κασέλα με τον θησαυρό στη Δαιμονιά":
Δυτικά από τη Δαιμονιά, αγναντέυοντας τον Λακωνικό κόλπο, στέκει ο λόφος του Καστελίου. Στην κορυφή του λόφου, κάτω από μια γέρικη βελανιδιά υπάρχει ένας λαξευμένος βράχος με τη μορφή μεγάλης κασέλας. Από τα παλιά χρόνια υπάρχει ένας μύθος που έλεγε πως όποιος καταφέρει να κοιμηθεί μόνος του για τρία συνεχόμενα βράδια πάνω στην κασέλα, αυτή θα ανοίξει και θα εμφανιστεί ένας αμύθητος θησαυρός.
Στα μέσα του προηγούμενου αιώνα ένας ατρόμητος κάτοικος του χωριού αποφάσισε να διαπιστώσει εάν ο μύθος ήταν αληθινός. Έτσι αφού αποχαιρέτησε την οικογένειά του, εγκαταστάθηκε στον λόφο όπου κοιμήθηκε στην κασέλα για δύο βράδια. Το τρίτο όμως βράδυ είδε στον ύπνο του ένα όνειρο πως καιγόταν το σπίτι του και τα παιδιά του. Το όνειρο ήταν τόσο έντονο που τον έκανε να φύγει και να τρέξει στους δικούς του για να σιγουρευτεί πως ήταν καλά. Έτσι κανείς ποτέ δεν έμαθε εάν ο μύθος είναι πραγματικός.
Τα επόμενα χρόνια διάφοροι επίδοξοι κυνηγοί θησαυρών πήγαν στην περιοχή και έψαξαν για τον θησαυρό με τα πιο σύγχρονα μηχανήματα. Μάταια. Κανείς τους όμως δεν έμεινε να κοιμηθεί εκεί για τρία συνεχόμενα βράδια μόνος επάνω στην κασέλα……..
 
Μύθος " Του Μπράμου το ρέμα στους Μολάους":
(μπράμου = σκοτεινός)

Στα παλιά τα χρόνια, όποιος πέρναγε του Μπράμου το ρέμα, έκανε πρώτα το σταυρό του τρεις φορές. Ρέμα σκοτεινό, όνομα και πράμα. Όχι πως ήτανε βαθύ. Μα έτσι όπως είχανε στοιχειώσει οι σκινταριές και τα πουρνάρια, μονάχα αγρίμια και πουλιά το κατοικούσαν. Μήτε κοπάδι για βοσκή, μήτε κυνηγοί και ξυλοκόποι. Δεν είχε όνομα καλό κι οι άνθρωποι τ’ αποφεύγαν.
Όποιος κοιμόταν στο γιοφύρι του από κάτου, τον πλάκωνε «η μόρα», το πνεύμα το κακό του ύπνου και τον έσκαγε.
Αν ξεγελιόταν μπιστικός κι άπλωνε κει τα πρόβατά του σε νυχτόσκαρο, τα βάτευε το «σμιρδάκι», το πιο αιμοβόρο απ’ τ’ αερικά και τα’ κοβε αίμα και ψοφούσαν.
Μα το χειρότερο στοιχειό του Μπράμου ήτανε το φίδι με τα χρυσά κέρατα. Είχε τη φωλιά του σε μια σπηλιά της ρεματιάς απάνω στην Κουρκούλα και φύλαγε μέρα νύχτα το «βλυσίδι», το θησαυρό με τ’ αμέτρητα φλουριά. Με το πρώτο λάλημα του κόκορα έβγαζε το βλυσίδι ….για βοσκή. Το κατέβαζε μέχρι κάτου στα χωράφια, εκεί που έσβηνε το ρέμα και με το χάραμα το γύριζε πίσω στη σπηλιά.
Κυλούσανε μυριάδες οι λίρες, χρυσό κοπάδι όλες μαζί κι όποιος άκουγε τη χλαχοή από το κουδούνισμα που κάναν ,αμέσως κουφαινόταν.
Στο πέρασμά τους άφηναν λάμψη μαγική , σαν χρυσή φωτιά κι όποιος έκανε το λάθος να κοιτάξει, έχανε έξάπαντος το φως του. Αν πάλι κοντοζύγωνε να πιάσει κάτι από το θησαυρό, το φίδι με τα κέρατα τον έπνιγε και πάει…
Μόνο αν ήσουνα δασκαλεμένος και τυχερός από τη μοίρα σου και με κλειστά τα μάτια και τ’ αυτιά πέταγες από μακριά την κάπα σου απάνω στα φλουριά που τρέχαν ασταμάτητα, μόνο τότε, όσα σκέπαζε η κάπα, μέναν εκεί ακίνητα και γίνονταν δικά σου.

(Διασκευή  Κ. Πραχά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΣΠΑΡΤΗ

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΣΠΑΡΤΗΣ