Οι σεισμοί μέσα από τα αρχαία κείμενα
Ο σεισμός, ένα πανάρχαιο φαινόμενο και μάλιστα προγενέστερο της ανθρώπινης ύπαρξης, προκαλούσε και προκαλεί δέος. Επομένως δεν θα μπορούσε παρά να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης από τα πρώτα βήματα του ανθρώπου πάνω στη Γη.
Οι πιο αξιόπιστες μαρτυρίες, είναι τα κείμενα των Ελλήνων φιλοσόφων και ιστορικών, στα οποία βρίσκουμε μοναδικές περιγραφές σεισμικών φαινομένων, επιτυχημένες προγνώσεις χτυπημάτων του Εγκέλαδου, ακόμη και αναφορές για τα γνωστά "τσουνάμι", τα παλιρροϊκά κύματα, τα οποία σήμερα αποτελούν πεδίο πρόκλησης μεταξύ των επιστημόνων. Από τον 4ο π.Χ. αιώνα είχαν συντάξει χάρτες σεισμικής επικινδυνότητας και είχαν περιγράψει με μοναδική ακρίβεια το φαινόμενο, που σήμερα οι ειδικοί ερευνούν και αποκαλούν "ρευστοποίηση εδάφους", δηλαδή τη στιγμιαία συμπεριφορά του χώματος ως ρευστού.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Εγκέλαδος, γιος του Τάρταρου και της Γης, αλλά κι επικεφαλής των Γιγάντων, προκαλεί τους σεισμούς. Υπάρχουν πολλοί μύθοι γι' αυτόν. Ο πιο επικρατέστερος αναφέρει ότι η θεά Αθηνά επιχείρησε να τον σκοτώσει εκτοξεύοντας εναντίον του τη Σικελία, που τον καταπλάκωσε. Η επιλογή της περιοχής, που είναι ηφαιστειογενής και πλήττεται συχνά από σεισμούς, δεν είναι καθόλου τυχαία. Κάθε φορά που ο Εγκέλαδος κινείται ή αναστενάζει προκαλεί σεισμούς ή εκρήξεις ηφαιστείων.
Οι αρχαίοι Έλληνες κατέτασσαν το σεισμό στις "Διοσημίες", δηλαδή στα φαινόμενα που έστελνε ο Δίας για να προειδοποιήσει και να τιμωρήσει τους ανθρώπους. Θεωρούσαν επίσης ότι ο Ποσειδώνας σείει τη γη, γι' αυτό αποκαλείται "ενοσήγαιος", "ενοσίχθων" και "γαιήοχος".
Η ιστορική σεισμολογία αποτελεί ένα ενδιαφέρον πεδίο αναζητήσεων για όλους τους σεισμολόγους του πλανήτη μας. Η ιστορική περίοδος αυτής της επιστήμης ξεκινά το 550 π.Χ. και συμπίπτει με την αρχή του κλασικού ελληνικού πολιτισμού στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας και τις αποκίες στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Βασίλη Παπαζάχο, η ιστορική περίοδος της σεισμολογίας φτάνει ως το 1550 μ.Χ. και σε αυτό το διάστημα έχουμε στοιχεία για 110 μεγάλους σεισμούς, περίπου 5 ανά αιώνα. Τα στοιχεία που έχουν οι ειδικοί λένε για 80 κατά μέσο όρο σεισμούς ανά αιώνα, οπότε υπάρχει ένα τεράστιο έλλειμμα πληροφοριών, αλλά και γνώσης γι' αυτήν περίοδο.
Εκτός από την ιστορική σεισμολογία, τα τελευταία χρόνια αρχίζει να αναπτύσσεται και στην Ελλάδα η παλαιοσεισμολογία. Είναι ένας νέος κλάδος των γεωλογικών επιστημόνων, ο οποίος ερευνά την "ταυτότητα" σεισμών πριν από την ιστορική περίοδο. Εντοπίζονται ρήγματα και ανοίγονται μικρές τάφροι, βάθους 4-5 μέτρων. Από τις στρώσεις των τοιχωμάτων εντοπίζονται παλιότερες ενεργοποιήσεις των ρηγμάτων και σε πολλές περιπτώσεις είναι δυνατή και η χρονολόγησή τους. Ένας άλλος κλάδος είναι η αρχαιοσεισμολογία, όπου μηχανικοί, αρχιτέκτονες, γεωλόγοι και αρχαιολόγοι συνεργάζονται στην εκτίμηση βλαβών σε αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία. Από τις μαρτυρίες αυτές εξάγονται συμπεράσαμτα για σεισμικά φαινόμενα.
Στοιχεία για τους σεισμούς στην Κορινθία κατά την μυθική περίοδο έχει συγκεντρώσει ο συμπατριώτης μας Μάριος Ασημακόπουλος, γεωλόγος, καθηγητής της Μέσης Εκπαίδευσης και φιλοξενούνται στα πρακτικά του Α' Παγκορινθιακού Συνεδρίου, που οργάνωσε το Ίδρυμα Κορινθιακών Μελετών. Παραθέτει στοιχεία για σεισμούς που ανάγονται στο 7000 π.Χ. και αποδεικνύει ότι οι σεισμοί στην Κορινθία είναι φαινόμενα που παρατηρήθηκαν από τους μυθικούς χρόνους. Ονόματα και τοπωνύμια συνδέονται με σεισμούς, ενώ οι Γίγαντες, οι Τιτάνες και οι Εκατόγχειρες, όλοι γιοί του Ποσειδώνα, έχουν μύθους που συνδέονται με την περιοχή. Η αρπαγή του Πύθωνα από τον Απόλλωνα και την Αρτεμη συνδέονται με σεισμικά γεγονότα στην Κορινθία. Δεν είναι τυχαίο ότι ο θεός των σεισμών έχει την έδρα του στην Ισθμία (Ποσειδωνία).
Στην ενδιαφέρουσα αυτή επιστημονική ανακοίνωση ο Μ. Ασημακόπουλος επισημαίνει ότι τα επίκεντρα των σεισμών από τους μυθικούς χρόνους ως τις ημρες μας παραμένουν τα ίδια. Παρατηρούνται ασεισμικές περίοδοι, για τις οποίες δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία και χρειάζεται να γίνουν παλαιοσεισμολογικές έρευνες. Επισημαίνει ακόμη ότι τα ενεργά ρήγματα στην Κορινθία δεν βρίσκονται μόνον σε υποθαλάσσιες περιοχές και επομένως χρειάζεται να ξεκινήσει μια άλλη θεώρηση της γεωτεκτονικής εξέλιξης της περιοχής.
Η βασικότερη πηγή για τους σεισμούς στον ελλαδικό χώρο κατά τους ιστορικούς χρόνους παραμένουν τα κείμενα των Ελλήνων φιλοσόφων, οι οποίοι, όχι μόνον κατέγραψαν, αλλά επιχείρησαν με ξεχωριστή επιτυχία να ερμηνεύσουν το φαινόμενο. Δεν είναι τυχαίο ότι η σεισμολογία αναπτύχθηκε σχεδόν παράλληλα με τη φιλοσοφία και τη δημοκρατία.
Ο Θαλής ο Μιλήσιος (624-546 π.Χ.), ένας από τους πλέον επιφανείς Ίωνες φιλόσοφους, θεωρούσε το νερό αιτία για τη γένεση των σεισμών. Πίστευε ότι η Γη πλέει μέσα στους ωκεανούς και ότι οι κινήσεις της θάλασσας προκαλούν το φαινόμενο, όπως το πλοίο μέσα σε τρικυμία. Ακολουθεί ο μαθητής του Αναξίμανδρος (611-546 π.Χ.), οποίος είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με το θέμα. Όπως διαβάζουμε μάλιστα στον Κικέρωνα, είχε επισκεφτεί τη Σπάρτη το 550 π.Χ και είχε προβλέψει το μεγάλο σεισμό. Οι Σπαρτιάτες τον άκουσαν και σώθηκαν, αφού είχαν διανυκτερεύσει στο ύπαιθρο.
Λίγο αργότερα, ο Αναξιμένης ο Μιλήσιος (585-528 π.Χ.) γράφει σε κάποιο από τα σωζόμενα αποσπάσματα των έργων του: "Ο σεισμός γίνεται από αλλοιώσεις της γης, από μεταβολές της, λόγω της θερμάνσεως και της ψύξεώς της". Μερικές δεκαετίες αργότερα, στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., ο μαθητής του, ο Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος σημειώνει: "Εμπλέκεται ο αέρας που είναι επάνω στη γη με εκείνον που είναι κάτω από αυτή και κάνουν τη γη να σαλεύει". Οι τότε αντιλήψεις περί του οχήματος του πλανήτη μας, όπως τουλάχιστον προκύπτει από γραπτές μαρτυρίες, ήθελαν τη Γη "δισκοειδή μεν πλάτει, κοίλην δέ τω μέσω". Ο ίδιος αποδίδει μερικούς σεισμούς στη φωτιά. Μιλάει για κοιλώματα μέσα στη γη - τις σπηλιές - τα οποία περιέχουν ατμούς. Συγκρουόμενοι παράγουν φωτιά, όπως τα σύννεφα τη βροχή.
Έναν αιώνα αργότερα ο Αβδηρίτης φιλόσοφος Δημόκριτος (460-351 π.Χ.), προβληματισμένος με το φαινόμενο, αναζήτησε μια νέα εξήγηση. Υποστήριζε ότι η γη είναι κορεσμένη από νερό και όταν δέχεται τα όμβρια ύδατα προκαλείται διαταραχή της ισορροπίας της κι επομένως κίνηση, δηλαδή σεισμός.
Στα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα έρχεται ο Αριστοτέλης (384-322 π,Χ.) με τα "Μετεωρολογικά" του να δώσει μια νέα εκδοχή στο θέμα και να μιλήσει για πρώτη φορά για τα θαλάσσια κύματα που προκαλούν πολλές φορές οι σεισμοί, τα γνωστά σήμερα με τον ιαπωνικό όρο "τσουνάμι". Απέδιδε τους σεισμούς τόσο στον άνεμο όσο και στα θαλάσσια κύματα. Για τον πρώτο διαβάζουμε ότι, όταν επικρατεί άπνοια, τότε ο άνεμος φυσάει προς το εσωτερικό της γης. Τα έγκοιλα θερμαίνονται κι έτσι προκαλείται ο σεισμός. Σε περίπτωση υποθαλάσσιων σεισμών ανέφερε ότι το νερό της θάλασσας εμποδίζει την έξοδο του αέρα να βγει.
Ο Αριστοτέλης διακρίνει τους σεισμούς σε "βράστας", δηλαδή προερχόμενους από το εσωτερικό της γης και σε "επικλίνοντας", δηλαδή κινούμενους υπό γωνία, πλησιάζοντας έτσι τις σύγχρονες αντιλήψεις. Υποστήριζε ακόμη ότι ισχυροί σεισμοί γίνονται εκεί όπου η θάλασσα είναι "ροώδης" (προκαλεί πάταγο) και η ξηρά "σομφή" και "ύπαντρος" (σπογγώδης και σπηλαιώδης). Με αυτά τα δεδομένα είχε κάνει το δικό του χάρτη με τις επικίνδυνες περιοχές, στον οποίο περιλαμβάνονταν ο Ελλήσποντος, η Αχαΐα, η Κορινθία, η Σικελία και η Εύβοια.
Με βάση την εμπειρία από τους σεισμούς στην Ελίκη και τα γειτονικά Βούρα (373 π,Χ,), κάνει για πρώτη φορά λόγο για τα "τσουνάμι". Μιλάει για θαλάσσια κύματα που συνοδεύουν τους σεισμούς, για "οπισθοχωρήσεις" και "επιδρομές" της θάλασσας κατά τη διάρκεια του φαινομένου.
Ο Επίκουρος (341-270 π.Χ.) απέδιδε τους σεισμούς στη διαβρωτική και μεταφορική δράση του νερού, ενώ ο Σενέκας (4-65μ.Χ.) μελετά όλες τις μέχρι τότε θεωρίες και καταλήγει στις απόψεις του Αρχέλαου.
Πολύτιμες πληροφορίες για σεισμούς στον τότε ελλαδικό χώρο έχουμε από τον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη, τον Ξενοφώντα, αλλά και τον Κικέρωνα, τον Πλίνιο και τον Στράβωνα. Ο τελευταίος, στο "Περί ελληνικών σεισμών", διέσωσε κομμάτια από το βιβλίο του Δημήτριου του Καλατιανού, που έζησε περί το 250 π,Χ. και έγραψε τα "Γεωγραφικά".
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να ανατρέξουμε στους σπουδαιότερους σεισμούς που συνέβησαν κατά τη λεγόμενη ιστορική περίοδο της σεισμολογίας, δηλαδή το 550 π,Χ„ έως το 1550 μ.Χ., από τους οποίους προκύπτουν σημαντικά στοιχεία και για το σήμερα. Ο κατάλογος θα συμπληρωθεί με αναφορές ως το 1550, οπότε ο σημαντικός αυτός κλάδος μπαίνει οριστικά στην επιστημονική περίοδό του.
Πολύτιμος βοηθός μας σε αυτή την προσπάθεια αποτελεί η καταγραφή των Βασίλη και Κατερίνας Παπαζάχου. Σταθμοί είναι η περίπτωση της αρχαίας πόλης Ελίκης, κοντά στα σημερινό Αίγιο, η οποία βυθίστηκε το 373 π.Χ, Η μελέτη των ερειπίων της αναμένεται από τους ειδικούς με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Η πρώτη γραπτή μαρτυρία για σεισμό στον ελλαδικό χώρο αφορά τη Σπάρτη, την πρωτεύουσα των Λακεδαιμονίων, η οποία κατά την αρχαιότητα είχε δοκιμαστεί σκληρά από τα χτυπήματα του Εγκέλαδου. Ας σταθούμε όμως στους σπουδαιότερους σεισμούς της περιόδου αυτής:
• 550 π.Χ.: Η Σπάρτη, συμφωνά με γραπτά του Στράβωνα, του Κικέρωνα και του Πλίνιου, καταστράφηκε, ενώ πρόσθετες ζημιές προκλήθηκαν από κατολισθήσεις βράχων από τις πλαγιές του Ταΰγετου. Ο Κικέρωνας μάλιστα αναφέρει ότι ο Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος, κατά την παραμονή του στη Σπάρτη, είχε προβλέψει το σεισμό και οι Σπαρτιάτες σώθηκαν γιατί είχαν διανυκτερεύσει στο ύπαιθρο.
• 480 π.Χ.: Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί ότι την παραμονή της ναυμαχίας της Σαλαμίνας και μόλις είχε βγει ο ήλιος "σεισμός έγένετο έν τε τή γη καί τή θαλάσση" και οι Έλληνες τον θεώρησαν θεϊκό σημάδι και αποφάσισαν να προσευχηθούν στους θεούς και να ζητήσουν τη βοήθεια των ηρώων προστατών της Σαλαμίνας, Αίαντος και Τελαμώντος.
• 464 π.Χ.: Ο σεισμός αυτός ήταν πρωτοφανής σε ένταση και ο μεγαλύτερος από όσους είχαν γίνει μέχρι τότε στη Σπάρτη. Μερικές κορυφές του Ταΰγετου σχίσθηκαν και στη γη της Λακεδαίμονος ανοίξαν τεράστια χάσματα.
Λεπτομέρειες μας δίνουν ο Διόδωρος ο Σικελιώτης και ο Πλούταρχος (Βίος Κίμωνος) ο οποίος αναφέρει ότι στη Σπάρτη έμειναν όρθια μόνο πέντε σπίτια και περισσότεροι από είκοσι χιλιάδες Λακεδαιμόνιοι θάφτηκαν κάτω από τα ερείπια. Ιδιαίτερη μνεία κάνει στο γεγονός ότι έπεσαν το Ωδείο και το Γυμναστήριο και καταπλάκωσε όλους τους εφήβους που ήταν εκεί και γυμνάζονταν. Σώθηκαν μόνο μερικοί που βγήκαν για να κυνηγήσουν ένα λαγό που πέρασε από εκεί λίγο πριν το σεισμό. Οι νεκροί "νεανίσκοι" λέει ο Πλούταρχος θάφτηκαν σε κοινό τάφο που ονομάστηκε "Σεισματίας".
• 426 π.Χ.: Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι "θέρους επιγιγνομένου" οι Σπαρτιάτες με τον βασιλέα τους Αγι έφθασαν πανστρατειά με τους λοιπούς Πελοποννησίους συμμάχους τους στον Ισθμό της Κορίνθου, και ενώ ήσαν έτοιμοι να εισβάλουν στην Αττική, έγινε μέγας σεισμός που έπληξε ολόκληρη την Ελλάδα και ιδιαίτερα πάλι τη Λακωνία και έτσι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
• 373 π.Χ.: Ο Στράβωνας αναφέρει ότι τα Βούρα αφανίστηκαν από ρήγμα και η Ελίκη από θαλάσσιο κύμα. Ο Παυσανίας μιλάει επίσης για την αχαϊκή αυτή πόλη και σημειώνει ότι η Ελίκη, μητρόπολη 12 ιωνικών πόλεων, στις εκβολές του ποταμού Σελινούντα, αφανίστηκε από σεισμό και θαλάσσιο κύμα, το ύψος του οποίου έφτανε μέχρι τις κορυφές των δένδρων και κάλυψε όλη την πόλη, ακόμα και το άλσος του Ποσειδώνα. Ο Αιλιανός σημειώνει ότι πέντε ημέρες πριν από το σεισμό οι κάτοικοι έβλεπαν τα ζώα και τα ερπετά να φεύγουν με κατεύθυνση προς την Κόρινθο, αλλά δεν ήξεραν να εξηγήσουν το φαινόμενο. Ο σεισμός έγινε νύχτα και από αυτόν σώθηκαν μόνον όσοι έλειπαν από την πόλη. Στο λιμάνι είχαν αγκυροβολήσει δέκα πλοία των Λακεδαιμονίων, τα οποία καταστράφηκαν από το θαλάσσιο κύμα. Από τα στοιχεία που υπάρχουν, το μέγεθος του σεισμού υπολογίζεται σε 7 Ρίχτερ.
• 227 π.Χ.: Ο σεισμός καταγράφεται από τον Πολύβιο, ο οποίος μας πληροφορεί ότι τότε γκρεμίστηκε ο Κολοσσός του Ηλίου. Το μπρούντζινο άγαλμα, ύψους 32 μέτρων, έργο του περιώνυμοι γλύπτη Χάρη, μαθητή του Λυσίππου, που περιλαμβάνεται στα εφτά θαύματα του κόσμου και είναι γνωστότερο ως Κολοσσός της Ρόδου, δεν άντεξε και λύγισαν τα γόνατά του. Γκρεμίστηκε επίσης ένα μέρος των τειχών της πόλης της Ρόδου και ο ναύσταθμος. Ο σεισμός προκάλεσε βλάβες στις πόλεις της Καρίας και της Λυκίας, ενώ έγινε αισθητός στην Κύπρο, τις Κυκλάδες και στις περιοχές γύρω από τον Κορινθιακό κόλπο. Αναφέρεται μάλιστα ότι ένα καινούργιο νησί εμφανίστηκε μεταξύ της Θήρας και της Θηρασίας.
• 365 μ.Χ.: Δέκα πόλεις της Κρήτης, ανάμεσά τους η Κνωσός και η Γόρτυνα, καταστράφηκαν και μεγάλο μέρος του νησιού καλύφθηκε από πλημμύρα. Υπάρχουν αναφορές, σύμφωνα με τις οποίες ο σεισμός προκάλεσε ζημιές στον Ταΰγετο, ενώ ράγισε ο ναός του Δία στην Ολυμπία. Άλλες πάλι καταγραφές μιλάνε για σφοδρή παλίρροια που χτύπησε τα παράλια της Ελλάδας, της Αιγύπτου, ακόμα και της Δαλματίας. Μάλιστα ο Θεοφάνης σημειώνει ότι πλοία που είχαν αράξει στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας μεταφέρθηκαν από το κύμα ως τις σκεπές των σπιτιών. Λέγεται ότι ο σεισμός έγινε αισθητός σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο και ότι από το χτύπημα, μεγέθους 8,2 Ρίχτερ, σώθηκε μόνον η Αθήνα και κάποια μέρη της Αττικής, επειδή εκείνο το χρόνο έκαναν δημόσια τελετή για τον ήρωα Αχιλλέα.
• 554 μ.Χ.: Σεισμός, μεγέθους 7 Ρίχτερ, κατέστρεψε σχεδόν ολόκληρη την Κω. Τότε ισοπεδώθηκε το Ασκληπιείο, που είχε οικοδομηθεί το 400 π.Χ. Σοβαρές ζημιές αναφέρονται και γι' άλλες πόλεις της Ιωνίας.
• 620 μ.Χ.: Ο σεισμός, μεγέθους 6,6 Ρίχτερ, ήταν δυνατός και έκανε την πόλη της θεσσαλονίκης να κινείται όπως η θάλασσα. Καταστράφηκαν πολλά κτίρια της ρωμαϊκής αγοράς, η οποία από τότε έχασε τη μνημειακή μορφή της και μετατράπηκε σε ανοιχτό χώρο. Καταστράφηκαν ο Δακτύλιος, η αψίδα της Ροτόντας, καθώς και κτίρια στην περιοχή του Γαλέριου τόξου.
• 1303 μ.Χ.: Η Ρόδος δέχεται δεύτερο χτύπημα, παρόμοιο με αυτό του 365 π.χ. Ο σεισμός έχει μέγεθος 8 Ρίχτερ και στοιχίζει τη ζωή σε 4000 άτομα. Σοβαρές ζημιές σημειώνονται στην Κορώνη, τη Μεθώνη και σε άλλες πόλεις της Πελοποννήσου, ενώ πλήττεται κι ένα μεγάλο μέρος της Κρήτης.
• 1402 μ.Χ.: Ο σεισμός είχε επίκεντρο το σημερινό Διακοφτό και μέγεθος 7 Ρίχτερ. Κατέστρεψε το φρούριο της Βοατίτσας (σημερινό Αίγιο), το οχυρό της Ζάχολης (σημερινή Ευρωστίνα) κατέρρευσε μαζί με το βουνό, ενώ στο Ξυλόκαστρο χάθηκαν ανθρώπινες ζωές από την κατάρρευση του κάστρου και του βουνού, η οποία συνοδεύτηκε από κύμα μεγάλου ύψους, το οποίο προχώρησε σε βάθος 1200 μέτρων μέσα στην ξηρά. Το ίδιο κύμα έπληξε και την απέναντι ακτή, ιδιαίτερα την Ερατινή, αλλά και τη σημερινή Άμφισσα.
• 1508 μ.Χ.: Ο σεισμός, μεγέθους 7,2 Ρίχτερ, ειχε επίκεντρο την Ιεράπετρα. Έπληξε όλη τη γύρω περιοχή, ενώ αναφέρεται ότι στο Ηράκλειο έμειναν άθικτα μόνον 3-4 σπίτια και ότι σκοτώθηκαν 300 άτομα. Έγινε αισθητός μέχρι την Εύβοια και τη Φρυγία. Την ίδια χρονιά, άλλος σεισμός 6,5 Ρίχτερ κατέστρεψε ολοσχερώς τη Ζάκυνθο.
Χαρά Τζαναβάρα
Ο σεισμός, ένα πανάρχαιο φαινόμενο και μάλιστα προγενέστερο της ανθρώπινης ύπαρξης, προκαλούσε και προκαλεί δέος. Επομένως δεν θα μπορούσε παρά να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης από τα πρώτα βήματα του ανθρώπου πάνω στη Γη.
Οι πιο αξιόπιστες μαρτυρίες, είναι τα κείμενα των Ελλήνων φιλοσόφων και ιστορικών, στα οποία βρίσκουμε μοναδικές περιγραφές σεισμικών φαινομένων, επιτυχημένες προγνώσεις χτυπημάτων του Εγκέλαδου, ακόμη και αναφορές για τα γνωστά "τσουνάμι", τα παλιρροϊκά κύματα, τα οποία σήμερα αποτελούν πεδίο πρόκλησης μεταξύ των επιστημόνων. Από τον 4ο π.Χ. αιώνα είχαν συντάξει χάρτες σεισμικής επικινδυνότητας και είχαν περιγράψει με μοναδική ακρίβεια το φαινόμενο, που σήμερα οι ειδικοί ερευνούν και αποκαλούν "ρευστοποίηση εδάφους", δηλαδή τη στιγμιαία συμπεριφορά του χώματος ως ρευστού.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Εγκέλαδος, γιος του Τάρταρου και της Γης, αλλά κι επικεφαλής των Γιγάντων, προκαλεί τους σεισμούς. Υπάρχουν πολλοί μύθοι γι' αυτόν. Ο πιο επικρατέστερος αναφέρει ότι η θεά Αθηνά επιχείρησε να τον σκοτώσει εκτοξεύοντας εναντίον του τη Σικελία, που τον καταπλάκωσε. Η επιλογή της περιοχής, που είναι ηφαιστειογενής και πλήττεται συχνά από σεισμούς, δεν είναι καθόλου τυχαία. Κάθε φορά που ο Εγκέλαδος κινείται ή αναστενάζει προκαλεί σεισμούς ή εκρήξεις ηφαιστείων.
Οι αρχαίοι Έλληνες κατέτασσαν το σεισμό στις "Διοσημίες", δηλαδή στα φαινόμενα που έστελνε ο Δίας για να προειδοποιήσει και να τιμωρήσει τους ανθρώπους. Θεωρούσαν επίσης ότι ο Ποσειδώνας σείει τη γη, γι' αυτό αποκαλείται "ενοσήγαιος", "ενοσίχθων" και "γαιήοχος".
Η ιστορική σεισμολογία αποτελεί ένα ενδιαφέρον πεδίο αναζητήσεων για όλους τους σεισμολόγους του πλανήτη μας. Η ιστορική περίοδος αυτής της επιστήμης ξεκινά το 550 π.Χ. και συμπίπτει με την αρχή του κλασικού ελληνικού πολιτισμού στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας και τις αποκίες στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Βασίλη Παπαζάχο, η ιστορική περίοδος της σεισμολογίας φτάνει ως το 1550 μ.Χ. και σε αυτό το διάστημα έχουμε στοιχεία για 110 μεγάλους σεισμούς, περίπου 5 ανά αιώνα. Τα στοιχεία που έχουν οι ειδικοί λένε για 80 κατά μέσο όρο σεισμούς ανά αιώνα, οπότε υπάρχει ένα τεράστιο έλλειμμα πληροφοριών, αλλά και γνώσης γι' αυτήν περίοδο.
Εκτός από την ιστορική σεισμολογία, τα τελευταία χρόνια αρχίζει να αναπτύσσεται και στην Ελλάδα η παλαιοσεισμολογία. Είναι ένας νέος κλάδος των γεωλογικών επιστημόνων, ο οποίος ερευνά την "ταυτότητα" σεισμών πριν από την ιστορική περίοδο. Εντοπίζονται ρήγματα και ανοίγονται μικρές τάφροι, βάθους 4-5 μέτρων. Από τις στρώσεις των τοιχωμάτων εντοπίζονται παλιότερες ενεργοποιήσεις των ρηγμάτων και σε πολλές περιπτώσεις είναι δυνατή και η χρονολόγησή τους. Ένας άλλος κλάδος είναι η αρχαιοσεισμολογία, όπου μηχανικοί, αρχιτέκτονες, γεωλόγοι και αρχαιολόγοι συνεργάζονται στην εκτίμηση βλαβών σε αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία. Από τις μαρτυρίες αυτές εξάγονται συμπεράσαμτα για σεισμικά φαινόμενα.
Στοιχεία για τους σεισμούς στην Κορινθία κατά την μυθική περίοδο έχει συγκεντρώσει ο συμπατριώτης μας Μάριος Ασημακόπουλος, γεωλόγος, καθηγητής της Μέσης Εκπαίδευσης και φιλοξενούνται στα πρακτικά του Α' Παγκορινθιακού Συνεδρίου, που οργάνωσε το Ίδρυμα Κορινθιακών Μελετών. Παραθέτει στοιχεία για σεισμούς που ανάγονται στο 7000 π.Χ. και αποδεικνύει ότι οι σεισμοί στην Κορινθία είναι φαινόμενα που παρατηρήθηκαν από τους μυθικούς χρόνους. Ονόματα και τοπωνύμια συνδέονται με σεισμούς, ενώ οι Γίγαντες, οι Τιτάνες και οι Εκατόγχειρες, όλοι γιοί του Ποσειδώνα, έχουν μύθους που συνδέονται με την περιοχή. Η αρπαγή του Πύθωνα από τον Απόλλωνα και την Αρτεμη συνδέονται με σεισμικά γεγονότα στην Κορινθία. Δεν είναι τυχαίο ότι ο θεός των σεισμών έχει την έδρα του στην Ισθμία (Ποσειδωνία).
Στην ενδιαφέρουσα αυτή επιστημονική ανακοίνωση ο Μ. Ασημακόπουλος επισημαίνει ότι τα επίκεντρα των σεισμών από τους μυθικούς χρόνους ως τις ημρες μας παραμένουν τα ίδια. Παρατηρούνται ασεισμικές περίοδοι, για τις οποίες δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία και χρειάζεται να γίνουν παλαιοσεισμολογικές έρευνες. Επισημαίνει ακόμη ότι τα ενεργά ρήγματα στην Κορινθία δεν βρίσκονται μόνον σε υποθαλάσσιες περιοχές και επομένως χρειάζεται να ξεκινήσει μια άλλη θεώρηση της γεωτεκτονικής εξέλιξης της περιοχής.
Η βασικότερη πηγή για τους σεισμούς στον ελλαδικό χώρο κατά τους ιστορικούς χρόνους παραμένουν τα κείμενα των Ελλήνων φιλοσόφων, οι οποίοι, όχι μόνον κατέγραψαν, αλλά επιχείρησαν με ξεχωριστή επιτυχία να ερμηνεύσουν το φαινόμενο. Δεν είναι τυχαίο ότι η σεισμολογία αναπτύχθηκε σχεδόν παράλληλα με τη φιλοσοφία και τη δημοκρατία.
Ο Θαλής ο Μιλήσιος (624-546 π.Χ.), ένας από τους πλέον επιφανείς Ίωνες φιλόσοφους, θεωρούσε το νερό αιτία για τη γένεση των σεισμών. Πίστευε ότι η Γη πλέει μέσα στους ωκεανούς και ότι οι κινήσεις της θάλασσας προκαλούν το φαινόμενο, όπως το πλοίο μέσα σε τρικυμία. Ακολουθεί ο μαθητής του Αναξίμανδρος (611-546 π.Χ.), οποίος είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με το θέμα. Όπως διαβάζουμε μάλιστα στον Κικέρωνα, είχε επισκεφτεί τη Σπάρτη το 550 π.Χ και είχε προβλέψει το μεγάλο σεισμό. Οι Σπαρτιάτες τον άκουσαν και σώθηκαν, αφού είχαν διανυκτερεύσει στο ύπαιθρο.
Λίγο αργότερα, ο Αναξιμένης ο Μιλήσιος (585-528 π.Χ.) γράφει σε κάποιο από τα σωζόμενα αποσπάσματα των έργων του: "Ο σεισμός γίνεται από αλλοιώσεις της γης, από μεταβολές της, λόγω της θερμάνσεως και της ψύξεώς της". Μερικές δεκαετίες αργότερα, στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., ο μαθητής του, ο Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος σημειώνει: "Εμπλέκεται ο αέρας που είναι επάνω στη γη με εκείνον που είναι κάτω από αυτή και κάνουν τη γη να σαλεύει". Οι τότε αντιλήψεις περί του οχήματος του πλανήτη μας, όπως τουλάχιστον προκύπτει από γραπτές μαρτυρίες, ήθελαν τη Γη "δισκοειδή μεν πλάτει, κοίλην δέ τω μέσω". Ο ίδιος αποδίδει μερικούς σεισμούς στη φωτιά. Μιλάει για κοιλώματα μέσα στη γη - τις σπηλιές - τα οποία περιέχουν ατμούς. Συγκρουόμενοι παράγουν φωτιά, όπως τα σύννεφα τη βροχή.
Έναν αιώνα αργότερα ο Αβδηρίτης φιλόσοφος Δημόκριτος (460-351 π.Χ.), προβληματισμένος με το φαινόμενο, αναζήτησε μια νέα εξήγηση. Υποστήριζε ότι η γη είναι κορεσμένη από νερό και όταν δέχεται τα όμβρια ύδατα προκαλείται διαταραχή της ισορροπίας της κι επομένως κίνηση, δηλαδή σεισμός.
Στα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα έρχεται ο Αριστοτέλης (384-322 π,Χ.) με τα "Μετεωρολογικά" του να δώσει μια νέα εκδοχή στο θέμα και να μιλήσει για πρώτη φορά για τα θαλάσσια κύματα που προκαλούν πολλές φορές οι σεισμοί, τα γνωστά σήμερα με τον ιαπωνικό όρο "τσουνάμι". Απέδιδε τους σεισμούς τόσο στον άνεμο όσο και στα θαλάσσια κύματα. Για τον πρώτο διαβάζουμε ότι, όταν επικρατεί άπνοια, τότε ο άνεμος φυσάει προς το εσωτερικό της γης. Τα έγκοιλα θερμαίνονται κι έτσι προκαλείται ο σεισμός. Σε περίπτωση υποθαλάσσιων σεισμών ανέφερε ότι το νερό της θάλασσας εμποδίζει την έξοδο του αέρα να βγει.
Ο Αριστοτέλης διακρίνει τους σεισμούς σε "βράστας", δηλαδή προερχόμενους από το εσωτερικό της γης και σε "επικλίνοντας", δηλαδή κινούμενους υπό γωνία, πλησιάζοντας έτσι τις σύγχρονες αντιλήψεις. Υποστήριζε ακόμη ότι ισχυροί σεισμοί γίνονται εκεί όπου η θάλασσα είναι "ροώδης" (προκαλεί πάταγο) και η ξηρά "σομφή" και "ύπαντρος" (σπογγώδης και σπηλαιώδης). Με αυτά τα δεδομένα είχε κάνει το δικό του χάρτη με τις επικίνδυνες περιοχές, στον οποίο περιλαμβάνονταν ο Ελλήσποντος, η Αχαΐα, η Κορινθία, η Σικελία και η Εύβοια.
Με βάση την εμπειρία από τους σεισμούς στην Ελίκη και τα γειτονικά Βούρα (373 π,Χ,), κάνει για πρώτη φορά λόγο για τα "τσουνάμι". Μιλάει για θαλάσσια κύματα που συνοδεύουν τους σεισμούς, για "οπισθοχωρήσεις" και "επιδρομές" της θάλασσας κατά τη διάρκεια του φαινομένου.
Ο Επίκουρος (341-270 π.Χ.) απέδιδε τους σεισμούς στη διαβρωτική και μεταφορική δράση του νερού, ενώ ο Σενέκας (4-65μ.Χ.) μελετά όλες τις μέχρι τότε θεωρίες και καταλήγει στις απόψεις του Αρχέλαου.
Πολύτιμες πληροφορίες για σεισμούς στον τότε ελλαδικό χώρο έχουμε από τον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη, τον Ξενοφώντα, αλλά και τον Κικέρωνα, τον Πλίνιο και τον Στράβωνα. Ο τελευταίος, στο "Περί ελληνικών σεισμών", διέσωσε κομμάτια από το βιβλίο του Δημήτριου του Καλατιανού, που έζησε περί το 250 π,Χ. και έγραψε τα "Γεωγραφικά".
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να ανατρέξουμε στους σπουδαιότερους σεισμούς που συνέβησαν κατά τη λεγόμενη ιστορική περίοδο της σεισμολογίας, δηλαδή το 550 π,Χ„ έως το 1550 μ.Χ., από τους οποίους προκύπτουν σημαντικά στοιχεία και για το σήμερα. Ο κατάλογος θα συμπληρωθεί με αναφορές ως το 1550, οπότε ο σημαντικός αυτός κλάδος μπαίνει οριστικά στην επιστημονική περίοδό του.
Πολύτιμος βοηθός μας σε αυτή την προσπάθεια αποτελεί η καταγραφή των Βασίλη και Κατερίνας Παπαζάχου. Σταθμοί είναι η περίπτωση της αρχαίας πόλης Ελίκης, κοντά στα σημερινό Αίγιο, η οποία βυθίστηκε το 373 π.Χ, Η μελέτη των ερειπίων της αναμένεται από τους ειδικούς με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Η πρώτη γραπτή μαρτυρία για σεισμό στον ελλαδικό χώρο αφορά τη Σπάρτη, την πρωτεύουσα των Λακεδαιμονίων, η οποία κατά την αρχαιότητα είχε δοκιμαστεί σκληρά από τα χτυπήματα του Εγκέλαδου. Ας σταθούμε όμως στους σπουδαιότερους σεισμούς της περιόδου αυτής:
• 550 π.Χ.: Η Σπάρτη, συμφωνά με γραπτά του Στράβωνα, του Κικέρωνα και του Πλίνιου, καταστράφηκε, ενώ πρόσθετες ζημιές προκλήθηκαν από κατολισθήσεις βράχων από τις πλαγιές του Ταΰγετου. Ο Κικέρωνας μάλιστα αναφέρει ότι ο Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος, κατά την παραμονή του στη Σπάρτη, είχε προβλέψει το σεισμό και οι Σπαρτιάτες σώθηκαν γιατί είχαν διανυκτερεύσει στο ύπαιθρο.
• 480 π.Χ.: Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί ότι την παραμονή της ναυμαχίας της Σαλαμίνας και μόλις είχε βγει ο ήλιος "σεισμός έγένετο έν τε τή γη καί τή θαλάσση" και οι Έλληνες τον θεώρησαν θεϊκό σημάδι και αποφάσισαν να προσευχηθούν στους θεούς και να ζητήσουν τη βοήθεια των ηρώων προστατών της Σαλαμίνας, Αίαντος και Τελαμώντος.
• 464 π.Χ.: Ο σεισμός αυτός ήταν πρωτοφανής σε ένταση και ο μεγαλύτερος από όσους είχαν γίνει μέχρι τότε στη Σπάρτη. Μερικές κορυφές του Ταΰγετου σχίσθηκαν και στη γη της Λακεδαίμονος ανοίξαν τεράστια χάσματα.
Λεπτομέρειες μας δίνουν ο Διόδωρος ο Σικελιώτης και ο Πλούταρχος (Βίος Κίμωνος) ο οποίος αναφέρει ότι στη Σπάρτη έμειναν όρθια μόνο πέντε σπίτια και περισσότεροι από είκοσι χιλιάδες Λακεδαιμόνιοι θάφτηκαν κάτω από τα ερείπια. Ιδιαίτερη μνεία κάνει στο γεγονός ότι έπεσαν το Ωδείο και το Γυμναστήριο και καταπλάκωσε όλους τους εφήβους που ήταν εκεί και γυμνάζονταν. Σώθηκαν μόνο μερικοί που βγήκαν για να κυνηγήσουν ένα λαγό που πέρασε από εκεί λίγο πριν το σεισμό. Οι νεκροί "νεανίσκοι" λέει ο Πλούταρχος θάφτηκαν σε κοινό τάφο που ονομάστηκε "Σεισματίας".
• 426 π.Χ.: Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι "θέρους επιγιγνομένου" οι Σπαρτιάτες με τον βασιλέα τους Αγι έφθασαν πανστρατειά με τους λοιπούς Πελοποννησίους συμμάχους τους στον Ισθμό της Κορίνθου, και ενώ ήσαν έτοιμοι να εισβάλουν στην Αττική, έγινε μέγας σεισμός που έπληξε ολόκληρη την Ελλάδα και ιδιαίτερα πάλι τη Λακωνία και έτσι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
• 373 π.Χ.: Ο Στράβωνας αναφέρει ότι τα Βούρα αφανίστηκαν από ρήγμα και η Ελίκη από θαλάσσιο κύμα. Ο Παυσανίας μιλάει επίσης για την αχαϊκή αυτή πόλη και σημειώνει ότι η Ελίκη, μητρόπολη 12 ιωνικών πόλεων, στις εκβολές του ποταμού Σελινούντα, αφανίστηκε από σεισμό και θαλάσσιο κύμα, το ύψος του οποίου έφτανε μέχρι τις κορυφές των δένδρων και κάλυψε όλη την πόλη, ακόμα και το άλσος του Ποσειδώνα. Ο Αιλιανός σημειώνει ότι πέντε ημέρες πριν από το σεισμό οι κάτοικοι έβλεπαν τα ζώα και τα ερπετά να φεύγουν με κατεύθυνση προς την Κόρινθο, αλλά δεν ήξεραν να εξηγήσουν το φαινόμενο. Ο σεισμός έγινε νύχτα και από αυτόν σώθηκαν μόνον όσοι έλειπαν από την πόλη. Στο λιμάνι είχαν αγκυροβολήσει δέκα πλοία των Λακεδαιμονίων, τα οποία καταστράφηκαν από το θαλάσσιο κύμα. Από τα στοιχεία που υπάρχουν, το μέγεθος του σεισμού υπολογίζεται σε 7 Ρίχτερ.
• 227 π.Χ.: Ο σεισμός καταγράφεται από τον Πολύβιο, ο οποίος μας πληροφορεί ότι τότε γκρεμίστηκε ο Κολοσσός του Ηλίου. Το μπρούντζινο άγαλμα, ύψους 32 μέτρων, έργο του περιώνυμοι γλύπτη Χάρη, μαθητή του Λυσίππου, που περιλαμβάνεται στα εφτά θαύματα του κόσμου και είναι γνωστότερο ως Κολοσσός της Ρόδου, δεν άντεξε και λύγισαν τα γόνατά του. Γκρεμίστηκε επίσης ένα μέρος των τειχών της πόλης της Ρόδου και ο ναύσταθμος. Ο σεισμός προκάλεσε βλάβες στις πόλεις της Καρίας και της Λυκίας, ενώ έγινε αισθητός στην Κύπρο, τις Κυκλάδες και στις περιοχές γύρω από τον Κορινθιακό κόλπο. Αναφέρεται μάλιστα ότι ένα καινούργιο νησί εμφανίστηκε μεταξύ της Θήρας και της Θηρασίας.
• 365 μ.Χ.: Δέκα πόλεις της Κρήτης, ανάμεσά τους η Κνωσός και η Γόρτυνα, καταστράφηκαν και μεγάλο μέρος του νησιού καλύφθηκε από πλημμύρα. Υπάρχουν αναφορές, σύμφωνα με τις οποίες ο σεισμός προκάλεσε ζημιές στον Ταΰγετο, ενώ ράγισε ο ναός του Δία στην Ολυμπία. Άλλες πάλι καταγραφές μιλάνε για σφοδρή παλίρροια που χτύπησε τα παράλια της Ελλάδας, της Αιγύπτου, ακόμα και της Δαλματίας. Μάλιστα ο Θεοφάνης σημειώνει ότι πλοία που είχαν αράξει στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας μεταφέρθηκαν από το κύμα ως τις σκεπές των σπιτιών. Λέγεται ότι ο σεισμός έγινε αισθητός σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο και ότι από το χτύπημα, μεγέθους 8,2 Ρίχτερ, σώθηκε μόνον η Αθήνα και κάποια μέρη της Αττικής, επειδή εκείνο το χρόνο έκαναν δημόσια τελετή για τον ήρωα Αχιλλέα.
• 554 μ.Χ.: Σεισμός, μεγέθους 7 Ρίχτερ, κατέστρεψε σχεδόν ολόκληρη την Κω. Τότε ισοπεδώθηκε το Ασκληπιείο, που είχε οικοδομηθεί το 400 π.Χ. Σοβαρές ζημιές αναφέρονται και γι' άλλες πόλεις της Ιωνίας.
• 620 μ.Χ.: Ο σεισμός, μεγέθους 6,6 Ρίχτερ, ήταν δυνατός και έκανε την πόλη της θεσσαλονίκης να κινείται όπως η θάλασσα. Καταστράφηκαν πολλά κτίρια της ρωμαϊκής αγοράς, η οποία από τότε έχασε τη μνημειακή μορφή της και μετατράπηκε σε ανοιχτό χώρο. Καταστράφηκαν ο Δακτύλιος, η αψίδα της Ροτόντας, καθώς και κτίρια στην περιοχή του Γαλέριου τόξου.
• 1303 μ.Χ.: Η Ρόδος δέχεται δεύτερο χτύπημα, παρόμοιο με αυτό του 365 π.χ. Ο σεισμός έχει μέγεθος 8 Ρίχτερ και στοιχίζει τη ζωή σε 4000 άτομα. Σοβαρές ζημιές σημειώνονται στην Κορώνη, τη Μεθώνη και σε άλλες πόλεις της Πελοποννήσου, ενώ πλήττεται κι ένα μεγάλο μέρος της Κρήτης.
• 1402 μ.Χ.: Ο σεισμός είχε επίκεντρο το σημερινό Διακοφτό και μέγεθος 7 Ρίχτερ. Κατέστρεψε το φρούριο της Βοατίτσας (σημερινό Αίγιο), το οχυρό της Ζάχολης (σημερινή Ευρωστίνα) κατέρρευσε μαζί με το βουνό, ενώ στο Ξυλόκαστρο χάθηκαν ανθρώπινες ζωές από την κατάρρευση του κάστρου και του βουνού, η οποία συνοδεύτηκε από κύμα μεγάλου ύψους, το οποίο προχώρησε σε βάθος 1200 μέτρων μέσα στην ξηρά. Το ίδιο κύμα έπληξε και την απέναντι ακτή, ιδιαίτερα την Ερατινή, αλλά και τη σημερινή Άμφισσα.
• 1508 μ.Χ.: Ο σεισμός, μεγέθους 7,2 Ρίχτερ, ειχε επίκεντρο την Ιεράπετρα. Έπληξε όλη τη γύρω περιοχή, ενώ αναφέρεται ότι στο Ηράκλειο έμειναν άθικτα μόνον 3-4 σπίτια και ότι σκοτώθηκαν 300 άτομα. Έγινε αισθητός μέχρι την Εύβοια και τη Φρυγία. Την ίδια χρονιά, άλλος σεισμός 6,5 Ρίχτερ κατέστρεψε ολοσχερώς τη Ζάκυνθο.
Χαρά Τζαναβάρα
ΠΗΓΗ: http://www.korinthorama.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου