Αρχαίος Ελληνικός Οπλισμός
Αρχαίος Ελληνικός Οπλισμός
Ο αρχαίος οπλισμός από τον 11ο μέχρι τον 9ο αιώνα, όπως προκύπτει μέσα από τις πηγές αλλά και τα αρχαιολογικά ευρήματα, ήταν ιδιαίτερα περιορισμένος.Στον 8ο αιώνα αντίθετα φαίνεται να έχει εξελιχθεί πια, παρουσιάζοντας τη βασική διαμόρφωση που συναντάται και στους Περσικούς πολέμους, κυρίως ως προς τα είδη των χρησιμοποιούμενων όπλων.
Μέσα στο διάστημα αυτό πραγματοποιήθηκε ένα σύνολο αλλαγών που αφορούσαν το σχήμα και το υλικό των όπλων, καθώς και τα υλικά κατασκευής τους, με σημαντικότερη εξέλιξη από άποψη τεχνικών βελτιώσεων, την προσθήκη της αντιλαβής, της δεύτερης δηλαδή λαβής της ασπίδας. Οι επόμενες αλλαγές στον οπλισμό του πεζικού σημειώθηκαν στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. τόσο στην Αθήνα όσο έπειτα και στο στρατό των Μακεδόνων, ενώ ένα σπουδαίο νεωτερισμό της εποχής αποτέλεσε ο καταπέλτης που ανακαλύφθηκε στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ.
Τα αρχαία όπλα διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: τα επιθετικά και τα αμυντικά.
Επιθετικά όπλα ήταν τα αγχέμαχα: δόρυ, ξίφος, εγχειρίδιο και τα εκηβόλα: ακόντιο, τόξο, σφενδόνη.
Αμυντικά ήταν: η ασπίδα, ο θώρακας, το κράνος, οι κνημίδες και πιο σπάνια τα περιτραχήλια, οι ζώνες, τα προστατευτικά των σφυρών και τα καλύμματα των ποδιών, των μηρών και των βραχιόνων.
Στον οπλισμό γενικά ανήκαν επίσης το ρόπαλο, οι πέτρες, ο πέλεκυς, το άρμα, το πλοίο, ο ίππος και ο καταπέλτης.
Δόρυ
ΔιαστάσειςΣυνολικό μήκος 2 – 2, 25 μ.
Το μήκος των αιχμών του δόρατος κυμαίνονταν από 0,25 έως 0,50 μ.
Γενική εισαγωγή
Πρόκειται για ένα αρχαιότατο επιθετικό όπλο, γνωστό σε πολλούς αρχαίους λαούς, του οποίου η παρουσία μαρτυρείται από τη μυκηναϊκή εποχή. Η χρήση του σιδήρου για την κατασκευή της αιχμής του δόρατος σημειώνεται ήδη από τον 11ο αιώνα, ενώ γενικεύεται μέσα στο 10ο. Η μεταβολή αυτή δεν υπήρξε παρ’ όλα αυτά καθολικού χαρακτήρα, καθώς σε διάφορες περιοχές, όπως στην Κρήτη για παράδειγμα, συνέχιζαν να κατασκευάζονται αιχμές από ορείχαλκο. Από την αρχαϊκή περίοδο ο ορείχαλκος μάλιστα αρχίζει να χρησιμοποιείται κατά κόρον για τις αιχμές του δόρατος.
Περιγραφή
Το δόρυ ήταν το κατεξοχήν επιθετικό όπλο και είχε μήκος μιάμιση φορά το ύψος του ανθρώπου. Αποτελούνταν από ένα στρόγγυλο κοντάρι, από ξύλο μελίτης ή αγριοκερασιάς,ιδιαίτερα ανθεκτικό και ξυσμένο, το λεγόμενο ξυστόν, με μία σιδερένια ή ορειχάλκινη αιχμή στο άκρο του, τη λόγχη. Η λόγχη διέθετε κεντρικό νεύρο και αυλό για τη στερέωση του δόρατος, ενώ η μορφή της δεν παρουσιάζει καμιά αισθητή εξέλιξη με τα χρόνια.
Στην άλλη άκρη του κονταριού το δόρυ κατέληγε σε οξύ, μεταλλικό πέλμα, τον ουρίαχο ή στύρακα ή σαυρωτήρα, για να μπορεί να καρφώνεται στη γη, αλλά και να χρησιμοποιείται ως επιθετικό όπλο, σε περίπτωση που είχε καταστραφεί η λόγχη. Ο σαυρωτήρ ήταν πυραμιδοειδής σε σχήμα, χυτός από ορείχαλκο, με μήκος από 20 έως 40 εκατοστά.
Το κοντάρι του δόρατος σε ορισμένες περιπτώσεις είχε επένδυση από δέρμα στο σημείο της λαβής, πράγμα που την καθιστούσε στερεότερη. Όταν το όπλο δεν ήταν σε χρήση, έμπαινε μέσα σε προστατευτική θήκη.
Ένας εξελιγμένος τύπος δόρατος με μεγαλύτερο μήκος, προέκυψε στις αρχές του 4ου αιώνα, ειδικά για το σώμα των πελταστών. Αναπτυγμένος τύπος δόρατος ήταν και η σάρισα, το κύριο όπλο της μακεδονικής φάλαγγας, με μήκος διπλάσιο τουλάχιστον απ’ το κανονικό.
Χρήση:
Κύριο επιθετικό όπλο των αρχαίων.
Ξίφος
Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Κλασσικός Ελληνισμός(2) , 196, Τόμος Γ2, Εκδοτική Αθηνών 2000 Λαβή ξίφους με κεφαλή αετού, από τη Δωδώνη, 300 π.Χ. Ιωάννινα, Αρχαιολογικό Μουσείο.
Στο 10ο αιώνα το ξίφος χρησιμοποιούνταν κυρίως ως επιθετικό όπλο των πολεμιστών που δεν διέθεταν δόρυ, καθώς είχε αρκετά μεγάλο μήκος. Αργότερα, το βραχύτερο ξίφος το χρησιμοποιούσαν οι οπλίτες ως επικουρικό όπλο, εάν είχε χαθεί το δόρυ τους ή εάν για κάποιο λόγο αδυνατούσαν να το χρησιμοποιήσουν. Για το ξίφος χρησιμοποιούνταν οι όροι άορ και φάσγανον.
Περιγραφή
Το ξίφος ήταν ένα επίμηκες, αιχμηρό έλασμα, σιδερένιο ή ορειχάλκινο, με λαβή συνήθως πλαισιωμένη από ξύλο. Ενώ αρχικά τα ξίφη ήταν κατασκευασμένα από ορείχαλκο, από τον 11ο αιώνα αρχίζουν να κατασκευάζονται και από σίδηρο σε μεγέθη που παρουσιάζουν μία μεγάλη σχετικά ποικιλία. Στο 10ο αιώνα τα ξίφη είναι λεπτά με μήκος 0,90μ., ενώ στον 8ο αι. έχουν μεγαλύτερο πάχος και μικρότερο μήκος. Με το πέρασμα των χρόνων το μήκος του ξίφους γίνεται δηλαδή όλο και πιο μικρό, ενώ κατασκευάζεται και νέος τύπος με μία κόψη και μήκος 0,55μ. για τους οπλίτες της φάλαγγας.
Το ξίφος τοποθετημένο στη θήκη του στον κολεό, κρεμόταν με βραχύ τελαμώναστην αριστερά πλευρά, αρκετά ψηλά, περασμένο από το δεξιό ώμο του οπλίτη, ώστε να μπορεί να σύρεται με τη βοήθεια του αριστερού χεριού, τη στιγμή που η ασπίδα έμενε στη θέση της.
Τα αρχαία ξίφη ήταν πάντοτε σιδερένια. Πέρα από το αιχμηρό, πλατύ αμφίστομο ξίφος, με μήκος από 48 – 68 εκ., που χρησίμευε τόσο για να τρυπάει όσο και για να κόβει, υπήρχε και η ανατολικής προέλευσης μάχαιρα ή κοπίς, με μία μόνο ελαφρώς καμπυλούμενη κόψη. Η ράχη της μάχαιρας μπορεί να ήταν ευθεία ή να καμπυλωνόταν ελαφρώς. Η λαβή είχε συνήθως μορφή αρπακτικού πτηνού.
Χρήση
Το ξίφος χρησιμοποιούνταν αφού έσπαγαν οι εχθρικές γραμμές, για μάχη εκ του σύνεγγυς, όπως και τα εγχειρίδια.
Εγχειρίδιο
Γενική εισαγωγή
Το εγχειρίδιο ήταν ένα δευτερεύον επικουρικό όπλο των αρχαίων Ελλήνων. Ιδιαίτερα γνωστό ήταν το λακωνικό εγχειρίδιο.
Περιγραφή
Επρόκειτο για να ένα όπλο με τη μορφή βραχέως ξίφους.
Χρήση
Επικουρικό επιθετικό όπλο των αρχαίων.
Ακόντιο
Διαστάσεις
Μήκος από 1,35μ. μέχρι 1,80μ.
Γενική εισαγωγή
Το ακόντιο ήταν ένα όπλο σαν το δόρυ, αλλά βραχύτερο και ελαφρύτερο, το οποίο έριχναν εναντίον των αντιπάλων από απόσταση. Όπως αποδεικνύουν τα σχετικά ευρήματα, το ακόντιο ως πολεμικό εργαλείο χρησιμοποιούνταν από τον 7ο αιώνα. Στον Όμηρο αναφέρεται πολύ συχνά η χρήση του και μάλιστα στους βαριά οπλισμένους πολεμιστές οι οποίοι ξεκινούσαν πρώτα με τη ρίψη του ακοντίου.
Το ακόντιο το χρησιμοποιούσαν οι πολεμιστές που είχαν δύο και τρία δόρατα, διαφορετικού μεγέθους συχνά, ώστε να ρίχνουν ένα ή δύο εναντίον του αντιπάλου, κρατώντας το βαρύτερο για τον αγώνα εκ του συστάδην. Αργότερα μάλιστα συγκρούονταν και ειδικά σώματα ακοντιστών ως τμήματα ελαφρού πεζικού.
Περιγραφή
Το μήκος του ακοντίου ήταν αρκετό και η αιχμή του ήταν μικρότερη από την αιχμή του δόρατος. Σε αρκετές περιπτώσεις για να ενισχύεται η φόρα του και να φτάνει σε μεγαλύτερη απόσταση, διέθετε στη λαβή του, στο κέντρο περίπου του κονταριού, ένα περιτύλιγμα από κορδόνι. Το σύνηθες βεληνεκές του ήταν κάτω από είκοσι μέτρα.
Η χρήση του ακοντίου προϋπέθετε σχετική άσκηση, ώστε να φεύγει μακριά και να κατευθύνεται κάπου με ακρίβεια.
Χρήση:
Επιθετικό όπλο των αρχαίων.
Τόξο
Το τόξο, αρχαίο όπλο με συνεχή παρουσία στην Κρήτη, όπου και πρωτοεντοπίζεται, ήταν όπλο που έριχνε βέλη σε απόσταση. Στην ηπειρωτική Ελλάδα ύστερα από τα μυκηναϊκά χρόνια, η χρήση του τόξου μαρτυρείται από τον 8οαιώνα. Στον Όμηρο το τόξο αναφέρεται συχνά και στην Οδύσσεια και στην Ιλιάδα.
Περιγραφή
Το τόξο ήταν κατασκευασμένο από ξύλο κρανιάς, σκληρό αλλά και ελαστικό, και αποτελούνταν από ένα καμπύλο στέλεχος ισχυρό και εύκαμπτο. Η χορδή του τόξου που δένονταν στα δύο άκρα του στελέχους, ήταν κατασκευασμένη από νεύρα ή συνεστραμμένα έντερα ζώων. Τα βέλη του τόξου, ιός ή οϊστός, ήταν μικρογραφία του ακοντίου με μήκος 0,45μ. έως 0,60 μ. Η αιχμή του βέλους ήταν σιδερένια ή ορειχάλκινη, ενώ στην αντίθετη προς την αιχμή πλευρά το βέλος διέθετε χάραγμα, τη γλυφίδα, για να εισέρχεται μέσα στηνευρά. Τα βέλη ήταν τοποθετημένα σε ειδική θήκη με πώμα, τη φαρέτραπου χωρούσε έως είκοσι βέλη. Η θήκη του τόξου λεγόταν γωρυτός.
Χρήση:
Επιθετικό όπλο των αρχαίων.
Η χρήση του τόξου γινόταν ως εξής: πρώτα τοποθετούνταν το βέλος με το πίσω άκρο του στο μέσον της νευράς με κατεύθυνση προς το κέντρο του στελέχους. Έπειτα οι πολεμιστές τέντωναν το τόξο και αφού σκόπευαν, άφηναν τη νευρά. Η επανατακτική φορά της νευράς δημιουργούσε προωθητική δύναμη και έτσι εκτοξεύονταν το βέλος με ορμή και διατρητική ικανότητα. Η εξάσκηση ήταν απαραίτητη για την ακρίβεια στη σκόπευση, αλλά και για το μεγάλο βεληνεκές, που μπορούσε να φτάνει και τα 200 μέτρα. Η συγκεντρωτική εκτόξευση εναντίον αντίπαλου στρατού σε πυκνό σχηματισμό ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματική.
Σφενδόνη
Επρόκειτο για ένα απλό σχετικά όπλο των αρχαίων, με το μεγαλύτερο βεληνεκές απ’ όλα, αλλά υστερώντας σε αποτελεσματικότητα και ακρίβεια σκοπεύσεως. Χρησιμοποιούνταν στη μυκηναϊκή περίοδο, εξαφανίστηκε όμως στους επόμενους αιώνες και επανεμφανίστηκε στην αρχαϊκή εποχή.
Περιγραφή
Αποτελούνταν από ένα κομμάτι δέρμα με δεμένους στα δύο άκρα τους ιμάντες που είχαν μήκος 0,60 μ. ο καθένας. Τα βλήματα της σφενδόνης ήταν μικρές πέτρες στην αρχή και μικρές ελλειψοειδείς σφαίρες από άργιλο ή μέταλλο, κυρίως μόλυβδο, έπειτα. Το υλικό κατασκευής της σφενδόνης ήταν φθαρτό και έτσι η παρουσία της πιστοποιείται από τα βλήματα, αλλά και τις σπάνιες απεικονίσεις της στην τέχνη.
Χρήση:
Ο χειριστής της σφενδόνης αφού τοποθετούσε το βλήμα στο κέντρο του δέρματος και κρατούσε με το χέρι του τους δύο ιμάντες από τα άκρα, τον ένα μάλιστα σταθερότερα, περιέστρεφε με ταχύτητα τη σφενδόνη. Σε μία στιγμή άφηνε απότομα τον ιμάντα που κρατούσε χαλαρότερα, οπότε το βλήμα ελευθερώνονταν, καθώς άνοιγε το διπλωμένο ως τότε δέρμα και εκσφενδονιζόταν με ταχύτητα προς την κατεύθυνση σκόπευσης. Για την καλύτερη χρήση του όπλου απαιτούνταν η εξάσκηση του χειριστή και η καλή μυϊκή του δύναμη.
Ασπίδα
Ιστορία του Ελληνικού έθνους,199, Κλασσικός Ελληνισμός ,τόμος Γ2,1972 Μεγάλη στρόγγυλη ασπίδα
Η ασπίδα ήταν φορητός δίσκος με επαρκή ανθεκτικότητα, αλλά και μέγεθος, ώστε να προστατεύει τον πολεμιστή από τα χτυπήματα των αντιπάλων. Ως προς το μέγεθος, τα υλικά κατασκευής αλλά και το σχήμα της, η ασπίδα παρουσίαζε σχετικά μεγάλη ποικιλία.
Περιγραφή
Η ασπίδα των Ομηρικών επών ήταν μεγάλη για να καλύπτει όλο το σώμα του πολεμιστή, με ένα ή περισσότερα στρώματα από δέρμα βοδιού και επικάλυψη από μέταλλο. Η ασπίδα του Αίαντα είχε επτά στρώματα από δέρμα βοδιού και το όγδοο από μέταλλο, ενώ του Αχιλλέα ήταν από πέντε αλλεπάλληλες πλάκες μετάλλου.
Στην αρχή η ασπίδα κατασκευάζονταν από κλαδιά δέντρων, κυρίως της ιτιάς, που πλέκονταν μεταξύ τους και καλύπτονταν με γύψο, δέρμα βοδιού και χαλκό. Αργότερα ο σκελετός της ήταν συνήθως από ξύλο που καλυπτόταν εξωτερικά με δέρμα είτε από χαλκό και ορείχαλκο. Στον 11ο και 10ο αιώνα οι τρεις τύποι ασπίδας της μυκηναϊκής εποχής, η οκτόσχημη, αυτή σε σχήμα πύργου και η στρογγυλή, χρησιμοποιούνταν ακόμη, τροποποιημένοι όμως κυρίως ως προς τις διαστάσεις τους που ήταν μικρότερες.
Στον 9ο και 8ο αιώνα υπήρχαν τρεις κύριοι τύποι ασπίδων: ο ορθογώνιος ή τετράγωνος, ο τύπος του Διπύλου με τοξοειδείς μεγάλες εγκοπές στα πλάγια και ο στρογγυλός. Από αυτούς, ο τύπος Διπύλου, καθώς και ο τετράγωνος ή ορθογώνιος είχαν τελαμώνα, ώστε να αναρτώνται από το λαιμό του πολεμιστή για να έχει τα χέρια του ελεύθερα. Πιθανόν μάλιστα να είχαν και μία κεντρική λαβή, ενώ η στρογγυλή ασπίδα είχε στο εσωτερικό της ένα χαρακτηριστικό κρίκο για την εξάρτησή της.
Η βοιωτική ασπίδααποτελεί μία παραλλαγή της ασπίδας του Διπύλου με δύο πλάγιες εγκοπές, αλλά μικρότερες. Η ονομασία της προέρχεται από την παρουσία της επάνω στα βοιωτικά νομίσματα απ’ όπου και γίνεται γνωστή.
Στα τέλη του 8ου αιώνα εμφανίζεται νέος τύπος ασπίδας με μεταλλική κάλυψη σε όλη την επιφάνεια και με μία λαβή στο κέντρο της.
Η μεγάλη στρόγγυλη ασπίδα, γνωστή ως όπλον η οποία επικράτησε σε όλες σχεδόν τις ελληνικές πόλεις εμφανίστηκε στο Άργος στα τέλη του 8ου αιώνα. Η ασπίδα αυτή ήταν μάλιστα που έδωσε το όνομά της στους οπλίτες, δηλαδή στους πολεμιστές που την κρατούσαν. Το κυκλικό σχήμα της επελέγη μάλλον γιατί ήταν εύχρηστο, καθώς η κίνηση του κορμού και των βραχιόνων του πολεμιστή εγγράφονται σε κύκλο. Επιπλέον έτσι δίνονταν η δυνατότητα και για καλύτερη θέαση του εχθρού.
Η ασπίδα αυτή είχε διάμετρο 0,90μ. καλύπτοντας τον πολεμιστή από το σαγόνι μέχρι το γόνατο. Ήταν ελαφρά κυρτή με επίπεδη την περιφέρειά της, με σκελετό από ξύλο και ενίσχυση από ορείχαλκο.
Η στεφάνη της ήταν πάντοτε επενδεδυμένη με ορείχαλκο και έφερε συνήθως ανάγλυφη διακόσμηση.
Το βασικό χαρακτηριστικό της ασπίδας αυτής ήταν το σύστημα της διπλής λαβής στο εσωτερικό. Εκεί ήταν τοποθετημένη μία ορειχάλκινη επικολλημένη ταινία που σχημάτιζε στη μέση λαβή και ονομάζονταν πόρπαξ. Στο δεξιό άκρο της εσωτερικής πλευράς υπήρχε παράλληλα με τον πόρπακα μία λαβή από δερμάτινο ιμάντα, η αντιλαβή. Στην περίμετρο της ασπίδας υπήρχε εσωτερικά σειρά από κρίκους εξαρτημένους από την αντύγα. Δύο από αυτούς χρησίμευαν για τη στερέωση της αντιλαβής, έτσι ώστε η ασπίδα να κρατιέται σταθερά από δύο μεριές, με το βραχίονα να είναι περασμένος στον πόρπακα και το χέρι να κρατά την αντιλαβή. Οι ιμάντες που συνδέουν μεταξύ τους τους υπολοίπους κρίκους, χρησίμευαν για την ανάρτηση της ασπίδας στην πλάτη. Το σύστημα της διπλής λαβής ήταν καθαρά ελληνική επινόηση και έδινε τη δυνατότητα ο οπλίτης να ανακουφίζεται από το μεγάλο βάρος της ασπίδας, να την κρατά σταθερά σε θέση λοξή ώστε να αποστρακίζει τα βλήματα, αλλά και να μπορεί να αφήνει την αντιλαβή για να κρατήσει ένα δεύτερο όπλο. Στην εξωτερική της πλευρά η ασπίδα έφερε συνήθως κάποιο έμβλημα, ενώ ένα ύφασμα κρεμασμένο στο κάτω μέρος της χρησίμευε για την προστασία των ποδιών από τα βέλη.
Άλλη μικρότερη ασπίδα και ελαφρότερη ήταν η πέλτη, θρακική ασπίδα, σχήματος ημισελίνου ή στρογγυλή, χωρίς ίτυ, γύρω στα τέλη του 5ου και στις αρχές του 4ου αιώνα, η οποία έδωσε το όνομά της στο σώμα των πελταστών. Η ασπίδα των Μακεδόνων ήταν διαμέτρου 0,60μ. και λιγότερο κυρτή από το όπλον.
Αρχαία Οπλική Ασπίδα
Η οπλική ασπίδα ήταν το κυριότερο όπλο της φάλαγγας των αρχαίων βαριά οπλισμένων πεζών πολεμιστών, από τα τέλη του 8ου έως τις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. Στις πηγές αναφέρεται ως αργολική ασπίδα ή αλλιώς με τη χρήση της λέξης όπλον.
Η ασπίδα ως όπλο αποτελούσε προέκταση του ίδιου του οπλίτη, ένα όπλο – με μεγάλη ηθική αξία, άρρηκτα συνδεδεμένο με την τιμή του πολεμιστή, καθώς η ριψασπία ως πράξη ήταν ταυτόσημη της δειλίας. Οι αρχαίοι οπλίτες επιθυμούσαν να πολεμούν με τη λαμπρότερη ασπίδα που μπορούσαν, όχι μόνο για λόγους προστασίας, αλλά και για λόγους γοήτρου.
Η αργολικές ασπίδες κατασκευάζονταν με χρήση τόρνου και μήτρας, σε πολυάνθρωπες εργαστηριακές μονάδες που λειτουργούσαν συστηματικά. Η παραγωγή τους ήταν προφανώς επιμερισμένη σε εξειδικευμένους τεχνίτες ανάλογα με τα στάδια κατασκευής. Για την παραγωγή μίας ασπίδας απαιτούνταν η συνεργασία μεταλλοτεχνιτών, τεκτόνων, σκυτοτόμων, σαγματοποιών και σηματουργών, ώστε να παραχθεί τελικά αυτό το τεχνολογικά προηγμένο προϊόν.
Περιγραφή
Η οπλιτική ασπίδα είχε σχεδόν κυκλικό περίγραμμα διαμέτρου περίπου 0,87μ., αν και αυτό εξαρτιόταν σε ένα βαθμό και από τη διάπλαση του ίδιου του οπλίτη. Διέθετε περιφέρεια σχεδόν επίπεδη και σώμα που καμπυλώνονταν απότομα επί 10-15 εκ. και στη συνέχεια γινόταν σχεδόν επίπεδο.
Το σώμα της ασπίδας ήταν κατασκευασμένο από ξύλο, στο οποίο και όφειλε την προστατευτική της ιδιότητα. Εξαιτίας του φθαρτού υλικού τους τα σώματα των αρχαίων ασπίδων δεν έχουν διασωθεί, σε αντίθεση με τα μεταλλικά προσαρτήματά τους. Οι πηγές, όπως ο Θεόφραστος και ο Πλίνιος, αναφέρουν ως κατάλληλα ξύλα για τη δημιουργία ασπίδων, αυτό της ιτιάς και της λεύκας, τα οποία χαρακτηρίζονταν από μικρό βάρος, συνοχή των ινών και ευκαμψία, πράγμα που επέτρεπε στην ασπίδα να έχει ελαστικότητα και να απορροφά μεγάλες δυνάμεις, χωρίς θραύση.
Για το κοίλο της ασπίδας χρησιμοποιούνταν λεπτές σανίδες σε διάφορα μήκη και πλάτη, που συναρμόζονταν με τη βοήθεια είτε ξύλινων γόμφων είτε ξύλινων ή μεταλλικών συνδέσμων, παράλληλα με τη χρήση ξυλόκολλας.
Σε ένα από τα σημαντικότερα σχετικά αρχαία λείψανα, στην ασπίδα Β του τάφου του Δερβενίου, παρατηρείται μέριμνα για τη μη στρέβλωση του υλικού, με τη χρήση σανίδων μικρού μήκους, με εγκάρσιες εγχαράξεις στα πέρατά τους, ώστε να ακυρωθεί η ισχύς των νεύρων του ξύλου που ευθύνονται για τη στρέβλωση.
Για την απορρόφηση των δυνάμεων και την αντοχή του όπλου, ιδιαίτερη σημασία είχε η οριζόντια διάταξη των σανίδων, καθώς και η διάταξη των μικρότερων ξύλινων στοιχείων που αποτελούσαν την αντύγα, ώστε να τέμνουν τη φορά των ινών και των αρμών των σανίδων του κοίλου (εικ. 4).
Οι διάφορες εργασίες που εκτελούνταν επάνω στο σώμα, σημειώνονταν από τον τεχνίτη, όπως διαπιστώνεται στην ασπίδα από το Δερβένι. Το κοίλο της ασπίδας επενδύονταν με ύφασμα ή δέρμα για την προστασία του ξύλου, για την κάλυψη των απολήξεων των καρφιών που στερέωναν τα μεταλλικά προσαρτήματα επάνω στο ξύλο, αλλά και για την προστασία του οπλίτη ο οποίος ερχόταν συνεχώς σε επαφή με την ασπίδα. Η εξωτερική επιφάνεια του ξύλου έφερε κατά περίπτωση ελασμάτινη επένδυση, κατασκευασμένη από ενιαίο, ιδιαίτερα λεπτό έλασμα, γεγονός που εξυπηρετούσε την άψογη εμφάνιση του όπλου και την προστασία του από τη διάβρωση και τη φθορά. Για τη συντήρηση και τη μόνωση της η ξύλινη γαστέρα επιχρίονταν με πίσσα ή κάποια άλλη ρητινώδη ουσία, ενώ η επιφάνεια προετοιμάζονταν κατάλληλα και για να δεχτεί την εκάστοτε γραπτή διακόσμηση και επιχρύσωση.
Η άντυξ ήταν η επίπεδη περιφέρεια της οπλικής ασπίδας με πλάτος 0,005μ-0,009μ., η οποία έφερε χάλκινη επένδυση από τον 7ο αιώνα, με έκτυπο, πολλαπλό πλοχμό. Για τη διακόσμηση των ελασμάτων της αντύγας χρησιμοποιούνταν «μήτρα» με τη μορφή κυλίνδρου με περιφέρεια μήκους 0,10μ.
Η ασπίδα κουβαλιόταν με δύο συστήματα λαβών, του πόρπακος και της αντιλαβής, μέσω των οποίων σηκώνονταν όχι μόνο με την παλάμη, αλλά με το χέρι και κυρίως με τον ώμο, ο οποίος εισχωρώντας στο κοίλο, ανακούφιζε σημαντικά το χέρι του οπλίτη.
Ο πόρπαξ ήταν κατασκευασμένος βασικά από δέρμα που επενδύονταν ενίοτε με λεπτό έλασμα, ενώ η τοποθέτησή του ήταν έκκεντρη για την ισορρόπηση του βάρους της ασπίδας. Η αντιλαβή, για τη μεταφορά της ασπίδας και όχι για το χειρισμό της, ήταν επίσης κατασκευασμένη από δέρμα.
Χρήση:
Ως αμυντικό όπλο των αρχαίων οπλιτών
Βιβλιογραφία
Σταματοπούλου Γ. Β., «Η Τεχνολογία των Οπλικών Ασπίδων», 666-671, στο Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία, 2οΔιεθνές Συνέδριο, Πρακτικά, Αθήνα 2006
Θώρακας
Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Κλασσικός Ελληνισμός(2) , 200, Τόμος Γ2, Εκδοτική Αθηνών 2000 Οπίσθιο τμήμα θώρακος του 7ου αι. Φέρει εγχάρακτες παραστάσεις θεών, φανταστικών ζώων και διακοσμητικών θεμάτων. Ολυμπία, Αρχαιολογικό Μουσείο.
Ο αρχαίος θώρακας ήταν περικάλυμμα του κορμού από έλασμα μεταλλικό ή από δέρμα ή από λινάρι, με ενίσχυση από μετάλλινες πλάκες, που φοριόταν επάνω από τον κοντό χιτώνα.
Περιγραφή:
Για τον 11ο και 10ο αιώνα η έρευνα συμπεραίνει λόγω της έλλειψης των ευρημάτων, ότι τα υλικά των θωράκων ήταν φθαρτά και έτσι δεν σώθηκαν σχετικά κατάλοιπα. Από τον 8οαιώνα όμως παρουσιάζονται θώρακες από ορείχαλκο, κωδωνόσχημοι, όπως αυτός που ανακαλύφθηκε στο Άργος το 1953 σε σχήμα καμπάνας, αποτελούμενος από δύο ορειχάλκινες πλάκες συναρμοσμένες στους ώμους και κάτω από τους βραχίονες.
Ο ορειχάλκινος θώρακας χρησιμοποιούνταν στην Ελλάδα επί δύο αιώνες σε διάφορες παραλλαγές, προσφέροντας ισχυρή προστασία. Αποτελούνταν μάλιστα από δύο μέρη: το στήθος και την πλάτη, που συνδέονταν μεταξύ τους στους ώμους και στα πλάγια, με εγχάρακτη ή ανάγλυφη απόδοση της ανατομίας του σώματος. Η κάτω απόληξη αυτού του θώρακα γύριζε ελαφρά προς τα έξω για καλύτερη προστασία από το δόρυ. Στα τέλη του 6ου αιώνα στο ευαίσθητο σημείο απόληξης του θώρακα προστέθηκαν οι πτέρυγες, μια διπλή σειρά από μεταλλικές ή δερμάτινες με μεταλλική επένδυση λωρίδες, με κλειδώσεις για ελευθερία κινήσεων. Το μειονέκτημα αυτού του θώρακα ήταν το βάρος του που έκανε τον πολεμιστή πολύ δυσκίνητο.
Τον τύπο αυτού του θώρακα διαδέχτηκε ο μεταλλικός θώρακας με πλαστική απόδοση των μυών του στήθους και της κοιλιάς, ο οποίος κατεβαίνει χαμηλότερα καλύπτοντας τη βουβωνική χώρα. Και εδώ προσαρτούνται οι πτέρυγες. Ο ανατομικός αυτός θώρακας επικρατεί κυρίως μέσα στον 5ο αιώνα.
Κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα υιοθετήθηκε η λογική του συνδυασμού ευλυγισίας μέσω του λινού και προστασίας μέσω του ορείχαλκου, μέσα από ένα σύνθετο τύπο θώρακα. Ο νέος αυτός θώρακας ήταν κατασκευασμένος από λινό, δέρμα και μέταλλο. Τα τμήματά του ήταν το κύριο μέρος που κάλυπτε τον κορμό ως την οσφύ, το περιτραχήλιοραμμένο στις ωμοπλάτες και σχεδιασμένο για να προστατεύει τις ωμοπλάτες και τον τράχηλο, οι δύο επωμίδες οι οποίες έρχονταν πάνω από τους ώμους για να δέσουν μπροστά στο ύψος του στήθους και οι πτέρυγες, σειρά δερμάτινων γλωσσίδων που κρέμονταν από το κάτω άκρο του κύριου μέρους του θώρακα για να προστατεύουν το κάτω μέρος του κορμού. Απεικονίσεις τέτοιων θωράκων συναντούμε σε μνημεία του τέλους του 6ου αιώνα, όπως στη στήλη του Αριστίωνος αλλά και στα ερυθρόμορφα αγγεία του 5ου αιώνα. Ιδιαίτερη σημασία είχε ο θώρακας αυτός στην επίθεση.
Χρήση:
Αμυντική εξάρτηση των αρχαίων Ελλήνων
Κράνος
Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Κλασσικός Ελληνισμός(2) , 202, Τόμος Γ2, Εκδοτική Αθηνών 2000 Κράνος κορινθιακού τύπου. Ολυμπία, Αρχαιολογικό Μουσείο.
Το κράνος ήταν το κάλυμμα της κεφαλής των αρχαίων, κατασκευασμένο από μέταλλο με εσωτερική επένδυση από δέρμα ή πίλημα. Προστάτευε από τα βλήματα το κρανίο του πολεμιστή, σ’ ένα βαθμό το υπόλοιπο κεφάλι, αλλά και τον αυχένα.
Περιγραφή:
Παλιά τα κράνη κατασκευάζονταν από δέρμα σκύλου, κυνός, και για το λόγο αυτό ονομαζόταν κυνέη, μια ονομασία που παρέμεινε και αφού το κράνος έγινε μεταλλικό. Το κράνος σε κάποιες περιπτώσεις έφερε διακοσμήσεις ανάγλυφες ή εγχάρακτες, κυρίως στα καλύμματα των παρειών, ενώ στο επάνω μέρος έφερε ένα ή περισσότερα λοφία με τρίχες αλόγου ή φτερά.
Κατά την αρχαιότητα υπήρχε πλήθος κρανών, διαφόρων τύπων. Τα κράνη του 11ου, 10ου και 9ου αιώνα πιθανόν ήταν από δέρμα χωρίς μεταλλική επένδυση και γι’ αυτό δε βρέθηκαν σχετικά ίχνη. Από τον 8ο αιώνα σώζονται ορειχάλκινα αγαλματίδια τα οποία φέρουν κωνικού σχήματος κράνη, χωρίς όμως να έχουμε πληροφορίες για το υλικό της κατασκευής τους. Το αρχαιότερο ελληνικό κράνος ανακαλύφθηκε σε τάφο του Άργους αποτελούμενο από ένα κωνικό σώμα που κάλυπτε το μέτωπο και τον αυχένα, τις δύο παραγναθίδες και ένα ψηλό λοφίο σε σχήμα πετάλου αλόγου.
Από τα τέλη του 8ου αιώνα ανακαλύπτεται ανώτερος τύπος κράνους. Η αρχαιότερη μορφή αυτού του κράνους που ονομάζεται κορινθιακό, ήταν ενιαία, αποτελούμενη από ένα μόνο μετάλλινο έλασμα που κάλυπτε σχεδόν όλο το κεφάλι από τον αυχένα και πάνω. Αναλυτικότερα, το κάτω μέρος του κράνους κάλυπτε αρκετά τον αυχένα, προχωρούσε προς τα μπρος και ενωνόταν σχεδόν στο μπροστινό μέρος του προσώπου, αφήνοντας ένα μικρό άνοιγμα για τα μάτια και το στόμα. Στα άκρα του κράνους υπήρχε μία σειρά από διατρήσεις για να στερεώνεται η εσωτερική επένδυση. Το λοφίο ήταν ένα μετάλλινο, ανεξάρτητο τεμάχιο που προσαρμόζονταν στο κυρίως κράνος. Η μύτη στο κράνος αυτό προστατευόταν από το επιρίνιον.
Το κορινθιακό κράνος επικράτησε ευρύτατα στον ελληνικό χώρο και χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα από τους οπλίτες της φάλαγγας. Το μειονέκτημά του ήταν ότι περιόριζε λόγω κατασκευής την ακοή και την όραση του πολεμιστή. Επρόκειτο παρ’ όλα αυτά για τον συνηθέστερο τύπο κράνους κατά την εποχή του οπλίτη και αποτελούσε μία αξιόλογη τεχνική πρόοδο της εποχής. Οι νησιώτες στον 7ο αιώνα διαμόρφωσαν με έντονες ιδιαιτερότητες την παραλλαγή του κορινθιακού κράνους χωρίς επιρίνιο και χωρίς καμπύλωση στην κάτω παρυφή. (σαν κράνος μηχανάκι)
Το κορινθιακό κράνος παρουσιάζει με τα χρόνια μία εξέλιξη. Η πρώτη εξέλιξη που παρουσιάζει, έχει να κάνει με την αύξηση του μήκους, τις διακοσμήσεις στα άκρα και τις εγκοπές στα πλάγια, ώστε να μην ενοχλούνται ο αυχένας και οι ώμοι και να μπορεί να γίνεται κανονικά χωρίς εμπόδιο η στροφή της κεφαλής. Μία ακόμη πιο εξελιγμένη μορφή του τύπου αυτού στα τέλη του 6ου αι. διέθετε μία πιο καμπύλη γραμμή και μάλιστα συχνά με άνοιγμα στα αυτιά, δίνοντας μάλιστα δυνατότητα να σηκώνεται το κράνος σε ώρες πορείας ή διακοπής της μάχης.
Εκτός από το κράνος κορινθιακού τύπου, υπήρχαν και άλλα των οποίων η κυκλοφορία περιορίζονταν σε ορισμένες περιοχές, όπως ένα απλό κράνος που συναντάται στην Κρήτη, καθώς και το ιλλυρικό κράνος, επινόηση ελληνική που εμφανίστηκε αρχικά στην Πελοπόννησο στις αρχές του 7ου αιώνα και πολύ αργότερα στην Ιλλυρία και αλλού. Το ιλλυρικό κράνος άφηνε το πρόσωπο του πολεμιστή ελεύθερο, ενώ κατασκευάζονταν σε δύο τμήματα με το αδύνατο σημείο της ένωσης να ενισχύεται από το λόφο (εικ. 23 Σν).
Οι νέοι τύποι κράνους από τα τέλη του 7ου αιώνα είναι το λεγόμενο ιωνικό, το αττικόκαι το χαλκιδικόκράνος. Το ιωνικό εμφανίστηκε λίγο πριν το 600 π.Χ. στη Ρόδο, με κινητές παραγναθίδες, που κατασκευάζονταν χωριστά και συνδέονταν ενίοτε στο κύριο τμήμα με γίγγλυμο. Το αττικό συναντάται σε αγγεία μελανόμορφα του α΄ μισού του 6ουαιώνα και είναι ένα ελαφρύ, ανοιχτό κράνος, ενώ το χαλκιδικό εμφανίζεται σε χαλκιδικά μελανόμορφα αγγεία από τις αποικίες της Χαλκίδας σε Ιταλία και Σικελία. Το χαλκιδικού τύπου κράνος μοιάζει πολύ περισσότερο με το κορινθιακό, αλλά αφήνει ανεμπόδιστα τα αυτιά του φέροντος.
Ένα απλό κράνος των αρχών του 5ου αιώνα ήταν το βοιωτικό σε σχήμα σκούφου, με γείσο αρκετά κυρτό σε όλη την περιφέρειά του. Το κράνος αυτό δεν είχε κάλυμμα ούτε για τον αυχένα, ούτε για τις παρειές και άφηνε το πρόσωπο ελεύθερο, παρέχοντας περιορισμένη ασφάλεια αλλά και άνετη ορατότητα.
Το θρακικό επίσης ή φρυγικό κράνος είχε μεγάλη διάδοση στον 4ο αιώνα και αποτελούσε το πρότυπο για τους περισσότερους ελληνιστικούς τύπους. Τούτο είχε ομοιότητες με το αττικό, κατέληγε όμως σε υψηλή συχνά καμπυλούμενη προς τα μπρος κορυφή, όπως ο φρυγικός σκούφος και χαρακτηριζόταν από ιδιαίτερα μακρές, πτυσσόμενες παραγναθίδες.
Ως προς το υλικό, το κράνος ήταν πάντα σχεδόν ορειχάλκινο ή σιδερένιο στον 4ο αιώνα. Χαρακτηριστική ήταν η εξέλιξη του κράνους στην κλασσική εποχή, η αντικατάστασή του δηλαδή ουσιαστικά από τον πίλο, τον κωνικό σκούφο. Ο πίλος απεικονίζεται συχνά στις παραστάσεις του 5ου και στις αρχές του 4ου αιώνα. Αρχικά επρόκειτο για ένα απλό τσόχινο σκούφο, που φοριόταν κάτω από την περικεφαλαία, την οποία από το 469-450 έτεινε να αντικαταστήσει. Το σχήμα λοιπόν του πίλου αντιγράφηκε σε μέταλλο ή ενισχύθηκε με μεταλλικές λάμες και η χρήση του γενικεύθηκε μέσα στον 4ο αιώνα.
Γενικά απ’ όλα τα κράνη μεγαλύτερη διάδοση γνώρισαν το κορινθιακό και από τον 6ο αιώνα το αττικό. Στον 5ο και 4οαιώνα χρησιμοποιήθηκε κυρίως το βοιωτικό, το οποίο ο Ξενοφών συστήνει στο ιππικό για άνεση στην όραση. Στις βορειότερες περιοχές της Ελλάδας χρησιμοποιούνταν το ιλλυρικό και το θρακικό.
Από τεχνολογικής άποψης το κράνος αποτελεί ένα ιδιαίτερα προηγμένο προϊόν. Η σφυρηλάτηση ενός πλήρους καλύμματος κεφαλής, από ένα χάλκινο έλασμα ήταν ένα επίτευγμα που απαιτούσε από τον μεταλλουργό εξαιρετική δεξιότητα. Η εμφάνιση διαφόρων τύπων κράνους στην αρχαιότητα έχει να κάνει και με τον τοπικισμό, ένα φαινόμενο που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στους σκοτεινούς χρόνους στην Ελλάδα.
Χρήση:
Αμυντική εξάρτηση των αρχαίων Ελλήνων.
Κνημίδες
Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Κλασσικός Ελληνισμός(2) , 201, Τόμος Γ2, Εκδοτική Αθηνών 2000 Αριστερά: κνημίδα από την Ολυμπία που προσαρμόζεται θαυμάσια στην ανατομία της κνήμης του πολεμιστή. Δεξιά: κνημίδα από την Ακρόπολη με ανάγλυφη διακόσμηση πτηνών.
Κνημίδες ονομάζονταν τα καλύμματα των κνημών, τα καλύμματα που προστάτευαν δηλαδή τις κνήμες από τα βλήματα και τα βέλη των αντιπάλων.
«χάλκιαι … λαμπραί κνάμιδες»
όπως χαρακτηριστικά της αναφέρει ο Αλκαίος
Περιγραφή:
Οι αρχαίες κνημίδες ήταν επιμήκεις πλάκες, επίκυρτες και ορειχάλκινες, των οποίων η συναρμολόγηση γινόταν με πόρπες στο κάτω άκρο τους γύρω από τα σφυρά με εσωτερική επένδυση από ύφασμα. Η διαμόρφωσή τους ήταν ιδιαίτερα προσεγμένη, ώστε να προσαρμόζονται όσο το δυνατόν καλύτερα στους μυς της κνήμης του πολεμιστή.
Σε παραστάσεις αγγείων του 7ου αιώνα εμφανίζονται κνημίδες με σχέδια εγχάρακτα ή ζωγραφιστά, καλύπτοντας την κνήμη από την κορυφή της επιγονατίδας ως τον ταρσό, διαφέροντας έτσι από τις βραχύτερες μυκηναϊκές κνημίδες. Προς το τέλος μάλιστα του 7ου αιώνα διαμορφώνεται ένας νέος τύπος κνημίδας προσαρμοσμένος αρκετά στην ανατομία της κνήμης, με σειρά διατρήσεων που χρησίμευαν ώστε να στερεώνεται η εσωτερική υφασμάτινη επένδυση. Ακόμη μεγαλύτερη εφαρμογή στις κνήμες επετεύχθη στα τέλη του 6ου αιώνα οπότε και σημειώνεται μια νέα εξέλιξη στο σχήμα των κνημίδων. (εικ. 27 Σν).
Χρήση:
Οι περικνημίδες είναι ένα στοιχείο της αρχαίας πανοπλίας που διατηρείται σε γενική χρήση στον 5ο και 4ο αιώνα, απαραίτητο για την προστασία από τα βέλη.
Πολεμικό Άρμα
Το άρμα ήταν ένα απλό, δίτροχο όχημα το οποίο έσερναν δύο ίπποι. Ήταν αρκετά ελαφρύ ώστε να μπορεί να κινείται σε εδάφη όχι ιδιαίτερα ομαλά.
Περιγραφή
Ο τύπος άρματος που χρησιμοποιούνταν ευρέως στη μυκηναϊκή εποχή εμφανίζεται στον 8ο αιώνα σε αγγεία της γεωμετρικής εποχής. Στη Σαλαμίνα της Κύπρου ήρθε στο φως άρμα των αρχών του 8ου αιώνα.
Το άρμα χρησιμοποιούνταν από δύο άνδρες, τονηνίοχο ο οποίος κρατούσε τα ηνία και το μαστίγιο και τον παραιβάτηο οποίος ήταν ο πολεμιστής. Η χρήση του άρματος ήταν μία δύσκολη υπόθεση και απαιτούσε μαθητεία και επαγγελματική δεξιότητα.
Όπως μαρτυρείται από τον Όμηρο, σε αυτά τα πρώιμα χρόνια το άρμα ήταν ένα απλό μέσο μεταφοράς και μετακίνησης στο πεδίο της μάχης, των ευγενών πολεμιστών.
Στον 7ο αιώνα άρχισαν να εμφανίζονται τα τέθριππα άρματα τα οποία όμως δεν χρησιμοποιούνταν στη μάχη, αλλά στους αγώνες αρματοδρομίας και στις παρελάσεις.
Χρήση:
Μέσο μεταφοράς και μετακίνησης στο πεδίο της μάχης.
Βιβλιογραφία
Hoffmann H.,Early Cretan Armorers, 1972.
Jarva E., Arcaiologia on Archaic Greek Body Armour, 1995.
Snodgrass A.M.,Τα επιθετικά και αμυντικά όπλα των αρχαίων Ελλήνων, 2003 (μτφρ. Β. Σταματοπούλου, επιμ. Π. Φάκλαρης).
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,Κλασσικός Ελληνισμός, τόμος Γ2, 1972.
Σταιχάουερ Γ., Ο πόλεμος στην αρχαία Ελλάδα, 2000.
Κέντρο Διάδοσης Επιστημών και Μουσείο Τεχνολογίας «ΝΟΗΣΙΣ»
(http://www.noesis.edu.gr/aet)
Το βασικό χαρακτηριστικό της ασπίδας αυτής ήταν το σύστημα της διπλής λαβής στο εσωτερικό. Εκεί ήταν τοποθετημένη μία ορειχάλκινη επικολλημένη ταινία που σχημάτιζε στη μέση λαβή και ονομάζονταν πόρπαξ. Στο δεξιό άκρο της εσωτερικής πλευράς υπήρχε παράλληλα με τον πόρπακα μία λαβή από δερμάτινο ιμάντα, η αντιλαβή. Στην περίμετρο της ασπίδας υπήρχε εσωτερικά σειρά από κρίκους εξαρτημένους από την αντύγα. Δύο από αυτούς χρησίμευαν για τη στερέωση της αντιλαβής, έτσι ώστε η ασπίδα να κρατιέται σταθερά από δύο μεριές, με το βραχίονα να είναι περασμένος στον πόρπακα και το χέρι να κρατά την αντιλαβή. Οι ιμάντες που συνδέουν μεταξύ τους τους υπολοίπους κρίκους, χρησίμευαν για την ανάρτηση της ασπίδας στην πλάτη. Το σύστημα της διπλής λαβής ήταν καθαρά ελληνική επινόηση και έδινε τη δυνατότητα ο οπλίτης να ανακουφίζεται από το μεγάλο βάρος της ασπίδας, να την κρατά σταθερά σε θέση λοξή ώστε να αποστρακίζει τα βλήματα, αλλά και να μπορεί να αφήνει την αντιλαβή για να κρατήσει ένα δεύτερο όπλο. Στην εξωτερική της πλευρά η ασπίδα έφερε συνήθως κάποιο έμβλημα, ενώ ένα ύφασμα κρεμασμένο στο κάτω μέρος της χρησίμευε για την προστασία των ποδιών από τα βέλη.
Άλλη μικρότερη ασπίδα και ελαφρότερη ήταν η πέλτη, θρακική ασπίδα, σχήματος ημισελίνου ή στρογγυλή, χωρίς ίτυ, γύρω στα τέλη του 5ου και στις αρχές του 4ου αιώνα, η οποία έδωσε το όνομά της στο σώμα των πελταστών. Η ασπίδα των Μακεδόνων ήταν διαμέτρου 0,60μ. και λιγότερο κυρτή από το όπλον.
Αρχαία Οπλική Ασπίδα
Η οπλική ασπίδα ήταν το κυριότερο όπλο της φάλαγγας των αρχαίων βαριά οπλισμένων πεζών πολεμιστών, από τα τέλη του 8ου έως τις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. Στις πηγές αναφέρεται ως αργολική ασπίδα ή αλλιώς με τη χρήση της λέξης όπλον.
Η ασπίδα ως όπλο αποτελούσε προέκταση του ίδιου του οπλίτη, ένα όπλο – με μεγάλη ηθική αξία, άρρηκτα συνδεδεμένο με την τιμή του πολεμιστή, καθώς η ριψασπία ως πράξη ήταν ταυτόσημη της δειλίας. Οι αρχαίοι οπλίτες επιθυμούσαν να πολεμούν με τη λαμπρότερη ασπίδα που μπορούσαν, όχι μόνο για λόγους προστασίας, αλλά και για λόγους γοήτρου.
Η αργολικές ασπίδες κατασκευάζονταν με χρήση τόρνου και μήτρας, σε πολυάνθρωπες εργαστηριακές μονάδες που λειτουργούσαν συστηματικά. Η παραγωγή τους ήταν προφανώς επιμερισμένη σε εξειδικευμένους τεχνίτες ανάλογα με τα στάδια κατασκευής. Για την παραγωγή μίας ασπίδας απαιτούνταν η συνεργασία μεταλλοτεχνιτών, τεκτόνων, σκυτοτόμων, σαγματοποιών και σηματουργών, ώστε να παραχθεί τελικά αυτό το τεχνολογικά προηγμένο προϊόν.
Περιγραφή
Η οπλιτική ασπίδα είχε σχεδόν κυκλικό περίγραμμα διαμέτρου περίπου 0,87μ., αν και αυτό εξαρτιόταν σε ένα βαθμό και από τη διάπλαση του ίδιου του οπλίτη. Διέθετε περιφέρεια σχεδόν επίπεδη και σώμα που καμπυλώνονταν απότομα επί 10-15 εκ. και στη συνέχεια γινόταν σχεδόν επίπεδο.
Το σώμα της ασπίδας ήταν κατασκευασμένο από ξύλο, στο οποίο και όφειλε την προστατευτική της ιδιότητα. Εξαιτίας του φθαρτού υλικού τους τα σώματα των αρχαίων ασπίδων δεν έχουν διασωθεί, σε αντίθεση με τα μεταλλικά προσαρτήματά τους. Οι πηγές, όπως ο Θεόφραστος και ο Πλίνιος, αναφέρουν ως κατάλληλα ξύλα για τη δημιουργία ασπίδων, αυτό της ιτιάς και της λεύκας, τα οποία χαρακτηρίζονταν από μικρό βάρος, συνοχή των ινών και ευκαμψία, πράγμα που επέτρεπε στην ασπίδα να έχει ελαστικότητα και να απορροφά μεγάλες δυνάμεις, χωρίς θραύση.
Για το κοίλο της ασπίδας χρησιμοποιούνταν λεπτές σανίδες σε διάφορα μήκη και πλάτη, που συναρμόζονταν με τη βοήθεια είτε ξύλινων γόμφων είτε ξύλινων ή μεταλλικών συνδέσμων, παράλληλα με τη χρήση ξυλόκολλας.
Σε ένα από τα σημαντικότερα σχετικά αρχαία λείψανα, στην ασπίδα Β του τάφου του Δερβενίου, παρατηρείται μέριμνα για τη μη στρέβλωση του υλικού, με τη χρήση σανίδων μικρού μήκους, με εγκάρσιες εγχαράξεις στα πέρατά τους, ώστε να ακυρωθεί η ισχύς των νεύρων του ξύλου που ευθύνονται για τη στρέβλωση.
Για την απορρόφηση των δυνάμεων και την αντοχή του όπλου, ιδιαίτερη σημασία είχε η οριζόντια διάταξη των σανίδων, καθώς και η διάταξη των μικρότερων ξύλινων στοιχείων που αποτελούσαν την αντύγα, ώστε να τέμνουν τη φορά των ινών και των αρμών των σανίδων του κοίλου (εικ. 4).
Οι διάφορες εργασίες που εκτελούνταν επάνω στο σώμα, σημειώνονταν από τον τεχνίτη, όπως διαπιστώνεται στην ασπίδα από το Δερβένι. Το κοίλο της ασπίδας επενδύονταν με ύφασμα ή δέρμα για την προστασία του ξύλου, για την κάλυψη των απολήξεων των καρφιών που στερέωναν τα μεταλλικά προσαρτήματα επάνω στο ξύλο, αλλά και για την προστασία του οπλίτη ο οποίος ερχόταν συνεχώς σε επαφή με την ασπίδα. Η εξωτερική επιφάνεια του ξύλου έφερε κατά περίπτωση ελασμάτινη επένδυση, κατασκευασμένη από ενιαίο, ιδιαίτερα λεπτό έλασμα, γεγονός που εξυπηρετούσε την άψογη εμφάνιση του όπλου και την προστασία του από τη διάβρωση και τη φθορά. Για τη συντήρηση και τη μόνωση της η ξύλινη γαστέρα επιχρίονταν με πίσσα ή κάποια άλλη ρητινώδη ουσία, ενώ η επιφάνεια προετοιμάζονταν κατάλληλα και για να δεχτεί την εκάστοτε γραπτή διακόσμηση και επιχρύσωση.
Η άντυξ ήταν η επίπεδη περιφέρεια της οπλικής ασπίδας με πλάτος 0,005μ-0,009μ., η οποία έφερε χάλκινη επένδυση από τον 7ο αιώνα, με έκτυπο, πολλαπλό πλοχμό. Για τη διακόσμηση των ελασμάτων της αντύγας χρησιμοποιούνταν «μήτρα» με τη μορφή κυλίνδρου με περιφέρεια μήκους 0,10μ.
Η ασπίδα κουβαλιόταν με δύο συστήματα λαβών, του πόρπακος και της αντιλαβής, μέσω των οποίων σηκώνονταν όχι μόνο με την παλάμη, αλλά με το χέρι και κυρίως με τον ώμο, ο οποίος εισχωρώντας στο κοίλο, ανακούφιζε σημαντικά το χέρι του οπλίτη.
Ο πόρπαξ ήταν κατασκευασμένος βασικά από δέρμα που επενδύονταν ενίοτε με λεπτό έλασμα, ενώ η τοποθέτησή του ήταν έκκεντρη για την ισορρόπηση του βάρους της ασπίδας. Η αντιλαβή, για τη μεταφορά της ασπίδας και όχι για το χειρισμό της, ήταν επίσης κατασκευασμένη από δέρμα.
Χρήση:
Ως αμυντικό όπλο των αρχαίων οπλιτών
Βιβλιογραφία
Σταματοπούλου Γ. Β., «Η Τεχνολογία των Οπλικών Ασπίδων», 666-671, στο Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία, 2οΔιεθνές Συνέδριο, Πρακτικά, Αθήνα 2006
Θώρακας
Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Κλασσικός Ελληνισμός(2) , 200, Τόμος Γ2, Εκδοτική Αθηνών 2000 Οπίσθιο τμήμα θώρακος του 7ου αι. Φέρει εγχάρακτες παραστάσεις θεών, φανταστικών ζώων και διακοσμητικών θεμάτων. Ολυμπία, Αρχαιολογικό Μουσείο.
Ο αρχαίος θώρακας ήταν περικάλυμμα του κορμού από έλασμα μεταλλικό ή από δέρμα ή από λινάρι, με ενίσχυση από μετάλλινες πλάκες, που φοριόταν επάνω από τον κοντό χιτώνα.
Περιγραφή:
Για τον 11ο και 10ο αιώνα η έρευνα συμπεραίνει λόγω της έλλειψης των ευρημάτων, ότι τα υλικά των θωράκων ήταν φθαρτά και έτσι δεν σώθηκαν σχετικά κατάλοιπα. Από τον 8οαιώνα όμως παρουσιάζονται θώρακες από ορείχαλκο, κωδωνόσχημοι, όπως αυτός που ανακαλύφθηκε στο Άργος το 1953 σε σχήμα καμπάνας, αποτελούμενος από δύο ορειχάλκινες πλάκες συναρμοσμένες στους ώμους και κάτω από τους βραχίονες.
Ο ορειχάλκινος θώρακας χρησιμοποιούνταν στην Ελλάδα επί δύο αιώνες σε διάφορες παραλλαγές, προσφέροντας ισχυρή προστασία. Αποτελούνταν μάλιστα από δύο μέρη: το στήθος και την πλάτη, που συνδέονταν μεταξύ τους στους ώμους και στα πλάγια, με εγχάρακτη ή ανάγλυφη απόδοση της ανατομίας του σώματος. Η κάτω απόληξη αυτού του θώρακα γύριζε ελαφρά προς τα έξω για καλύτερη προστασία από το δόρυ. Στα τέλη του 6ου αιώνα στο ευαίσθητο σημείο απόληξης του θώρακα προστέθηκαν οι πτέρυγες, μια διπλή σειρά από μεταλλικές ή δερμάτινες με μεταλλική επένδυση λωρίδες, με κλειδώσεις για ελευθερία κινήσεων. Το μειονέκτημα αυτού του θώρακα ήταν το βάρος του που έκανε τον πολεμιστή πολύ δυσκίνητο.
Τον τύπο αυτού του θώρακα διαδέχτηκε ο μεταλλικός θώρακας με πλαστική απόδοση των μυών του στήθους και της κοιλιάς, ο οποίος κατεβαίνει χαμηλότερα καλύπτοντας τη βουβωνική χώρα. Και εδώ προσαρτούνται οι πτέρυγες. Ο ανατομικός αυτός θώρακας επικρατεί κυρίως μέσα στον 5ο αιώνα.
Κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα υιοθετήθηκε η λογική του συνδυασμού ευλυγισίας μέσω του λινού και προστασίας μέσω του ορείχαλκου, μέσα από ένα σύνθετο τύπο θώρακα. Ο νέος αυτός θώρακας ήταν κατασκευασμένος από λινό, δέρμα και μέταλλο. Τα τμήματά του ήταν το κύριο μέρος που κάλυπτε τον κορμό ως την οσφύ, το περιτραχήλιοραμμένο στις ωμοπλάτες και σχεδιασμένο για να προστατεύει τις ωμοπλάτες και τον τράχηλο, οι δύο επωμίδες οι οποίες έρχονταν πάνω από τους ώμους για να δέσουν μπροστά στο ύψος του στήθους και οι πτέρυγες, σειρά δερμάτινων γλωσσίδων που κρέμονταν από το κάτω άκρο του κύριου μέρους του θώρακα για να προστατεύουν το κάτω μέρος του κορμού. Απεικονίσεις τέτοιων θωράκων συναντούμε σε μνημεία του τέλους του 6ου αιώνα, όπως στη στήλη του Αριστίωνος αλλά και στα ερυθρόμορφα αγγεία του 5ου αιώνα. Ιδιαίτερη σημασία είχε ο θώρακας αυτός στην επίθεση.
Χρήση:
Αμυντική εξάρτηση των αρχαίων Ελλήνων
Κράνος
Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Κλασσικός Ελληνισμός(2) , 202, Τόμος Γ2, Εκδοτική Αθηνών 2000 Κράνος κορινθιακού τύπου. Ολυμπία, Αρχαιολογικό Μουσείο.
Το κράνος ήταν το κάλυμμα της κεφαλής των αρχαίων, κατασκευασμένο από μέταλλο με εσωτερική επένδυση από δέρμα ή πίλημα. Προστάτευε από τα βλήματα το κρανίο του πολεμιστή, σ’ ένα βαθμό το υπόλοιπο κεφάλι, αλλά και τον αυχένα.
Περιγραφή:
Παλιά τα κράνη κατασκευάζονταν από δέρμα σκύλου, κυνός, και για το λόγο αυτό ονομαζόταν κυνέη, μια ονομασία που παρέμεινε και αφού το κράνος έγινε μεταλλικό. Το κράνος σε κάποιες περιπτώσεις έφερε διακοσμήσεις ανάγλυφες ή εγχάρακτες, κυρίως στα καλύμματα των παρειών, ενώ στο επάνω μέρος έφερε ένα ή περισσότερα λοφία με τρίχες αλόγου ή φτερά.
Κατά την αρχαιότητα υπήρχε πλήθος κρανών, διαφόρων τύπων. Τα κράνη του 11ου, 10ου και 9ου αιώνα πιθανόν ήταν από δέρμα χωρίς μεταλλική επένδυση και γι’ αυτό δε βρέθηκαν σχετικά ίχνη. Από τον 8ο αιώνα σώζονται ορειχάλκινα αγαλματίδια τα οποία φέρουν κωνικού σχήματος κράνη, χωρίς όμως να έχουμε πληροφορίες για το υλικό της κατασκευής τους. Το αρχαιότερο ελληνικό κράνος ανακαλύφθηκε σε τάφο του Άργους αποτελούμενο από ένα κωνικό σώμα που κάλυπτε το μέτωπο και τον αυχένα, τις δύο παραγναθίδες και ένα ψηλό λοφίο σε σχήμα πετάλου αλόγου.
Από τα τέλη του 8ου αιώνα ανακαλύπτεται ανώτερος τύπος κράνους. Η αρχαιότερη μορφή αυτού του κράνους που ονομάζεται κορινθιακό, ήταν ενιαία, αποτελούμενη από ένα μόνο μετάλλινο έλασμα που κάλυπτε σχεδόν όλο το κεφάλι από τον αυχένα και πάνω. Αναλυτικότερα, το κάτω μέρος του κράνους κάλυπτε αρκετά τον αυχένα, προχωρούσε προς τα μπρος και ενωνόταν σχεδόν στο μπροστινό μέρος του προσώπου, αφήνοντας ένα μικρό άνοιγμα για τα μάτια και το στόμα. Στα άκρα του κράνους υπήρχε μία σειρά από διατρήσεις για να στερεώνεται η εσωτερική επένδυση. Το λοφίο ήταν ένα μετάλλινο, ανεξάρτητο τεμάχιο που προσαρμόζονταν στο κυρίως κράνος. Η μύτη στο κράνος αυτό προστατευόταν από το επιρίνιον.
Το κορινθιακό κράνος επικράτησε ευρύτατα στον ελληνικό χώρο και χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα από τους οπλίτες της φάλαγγας. Το μειονέκτημά του ήταν ότι περιόριζε λόγω κατασκευής την ακοή και την όραση του πολεμιστή. Επρόκειτο παρ’ όλα αυτά για τον συνηθέστερο τύπο κράνους κατά την εποχή του οπλίτη και αποτελούσε μία αξιόλογη τεχνική πρόοδο της εποχής. Οι νησιώτες στον 7ο αιώνα διαμόρφωσαν με έντονες ιδιαιτερότητες την παραλλαγή του κορινθιακού κράνους χωρίς επιρίνιο και χωρίς καμπύλωση στην κάτω παρυφή. (σαν κράνος μηχανάκι)
Το κορινθιακό κράνος παρουσιάζει με τα χρόνια μία εξέλιξη. Η πρώτη εξέλιξη που παρουσιάζει, έχει να κάνει με την αύξηση του μήκους, τις διακοσμήσεις στα άκρα και τις εγκοπές στα πλάγια, ώστε να μην ενοχλούνται ο αυχένας και οι ώμοι και να μπορεί να γίνεται κανονικά χωρίς εμπόδιο η στροφή της κεφαλής. Μία ακόμη πιο εξελιγμένη μορφή του τύπου αυτού στα τέλη του 6ου αι. διέθετε μία πιο καμπύλη γραμμή και μάλιστα συχνά με άνοιγμα στα αυτιά, δίνοντας μάλιστα δυνατότητα να σηκώνεται το κράνος σε ώρες πορείας ή διακοπής της μάχης.
Εκτός από το κράνος κορινθιακού τύπου, υπήρχαν και άλλα των οποίων η κυκλοφορία περιορίζονταν σε ορισμένες περιοχές, όπως ένα απλό κράνος που συναντάται στην Κρήτη, καθώς και το ιλλυρικό κράνος, επινόηση ελληνική που εμφανίστηκε αρχικά στην Πελοπόννησο στις αρχές του 7ου αιώνα και πολύ αργότερα στην Ιλλυρία και αλλού. Το ιλλυρικό κράνος άφηνε το πρόσωπο του πολεμιστή ελεύθερο, ενώ κατασκευάζονταν σε δύο τμήματα με το αδύνατο σημείο της ένωσης να ενισχύεται από το λόφο (εικ. 23 Σν).
Οι νέοι τύποι κράνους από τα τέλη του 7ου αιώνα είναι το λεγόμενο ιωνικό, το αττικόκαι το χαλκιδικόκράνος. Το ιωνικό εμφανίστηκε λίγο πριν το 600 π.Χ. στη Ρόδο, με κινητές παραγναθίδες, που κατασκευάζονταν χωριστά και συνδέονταν ενίοτε στο κύριο τμήμα με γίγγλυμο. Το αττικό συναντάται σε αγγεία μελανόμορφα του α΄ μισού του 6ουαιώνα και είναι ένα ελαφρύ, ανοιχτό κράνος, ενώ το χαλκιδικό εμφανίζεται σε χαλκιδικά μελανόμορφα αγγεία από τις αποικίες της Χαλκίδας σε Ιταλία και Σικελία. Το χαλκιδικού τύπου κράνος μοιάζει πολύ περισσότερο με το κορινθιακό, αλλά αφήνει ανεμπόδιστα τα αυτιά του φέροντος.
Ένα απλό κράνος των αρχών του 5ου αιώνα ήταν το βοιωτικό σε σχήμα σκούφου, με γείσο αρκετά κυρτό σε όλη την περιφέρειά του. Το κράνος αυτό δεν είχε κάλυμμα ούτε για τον αυχένα, ούτε για τις παρειές και άφηνε το πρόσωπο ελεύθερο, παρέχοντας περιορισμένη ασφάλεια αλλά και άνετη ορατότητα.
Το θρακικό επίσης ή φρυγικό κράνος είχε μεγάλη διάδοση στον 4ο αιώνα και αποτελούσε το πρότυπο για τους περισσότερους ελληνιστικούς τύπους. Τούτο είχε ομοιότητες με το αττικό, κατέληγε όμως σε υψηλή συχνά καμπυλούμενη προς τα μπρος κορυφή, όπως ο φρυγικός σκούφος και χαρακτηριζόταν από ιδιαίτερα μακρές, πτυσσόμενες παραγναθίδες.
Ως προς το υλικό, το κράνος ήταν πάντα σχεδόν ορειχάλκινο ή σιδερένιο στον 4ο αιώνα. Χαρακτηριστική ήταν η εξέλιξη του κράνους στην κλασσική εποχή, η αντικατάστασή του δηλαδή ουσιαστικά από τον πίλο, τον κωνικό σκούφο. Ο πίλος απεικονίζεται συχνά στις παραστάσεις του 5ου και στις αρχές του 4ου αιώνα. Αρχικά επρόκειτο για ένα απλό τσόχινο σκούφο, που φοριόταν κάτω από την περικεφαλαία, την οποία από το 469-450 έτεινε να αντικαταστήσει. Το σχήμα λοιπόν του πίλου αντιγράφηκε σε μέταλλο ή ενισχύθηκε με μεταλλικές λάμες και η χρήση του γενικεύθηκε μέσα στον 4ο αιώνα.
Γενικά απ’ όλα τα κράνη μεγαλύτερη διάδοση γνώρισαν το κορινθιακό και από τον 6ο αιώνα το αττικό. Στον 5ο και 4οαιώνα χρησιμοποιήθηκε κυρίως το βοιωτικό, το οποίο ο Ξενοφών συστήνει στο ιππικό για άνεση στην όραση. Στις βορειότερες περιοχές της Ελλάδας χρησιμοποιούνταν το ιλλυρικό και το θρακικό.
Από τεχνολογικής άποψης το κράνος αποτελεί ένα ιδιαίτερα προηγμένο προϊόν. Η σφυρηλάτηση ενός πλήρους καλύμματος κεφαλής, από ένα χάλκινο έλασμα ήταν ένα επίτευγμα που απαιτούσε από τον μεταλλουργό εξαιρετική δεξιότητα. Η εμφάνιση διαφόρων τύπων κράνους στην αρχαιότητα έχει να κάνει και με τον τοπικισμό, ένα φαινόμενο που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στους σκοτεινούς χρόνους στην Ελλάδα.
Χρήση:
Αμυντική εξάρτηση των αρχαίων Ελλήνων.
Κνημίδες
Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Κλασσικός Ελληνισμός(2) , 201, Τόμος Γ2, Εκδοτική Αθηνών 2000 Αριστερά: κνημίδα από την Ολυμπία που προσαρμόζεται θαυμάσια στην ανατομία της κνήμης του πολεμιστή. Δεξιά: κνημίδα από την Ακρόπολη με ανάγλυφη διακόσμηση πτηνών.
Κνημίδες ονομάζονταν τα καλύμματα των κνημών, τα καλύμματα που προστάτευαν δηλαδή τις κνήμες από τα βλήματα και τα βέλη των αντιπάλων.
«χάλκιαι … λαμπραί κνάμιδες»
όπως χαρακτηριστικά της αναφέρει ο Αλκαίος
Περιγραφή:
Οι αρχαίες κνημίδες ήταν επιμήκεις πλάκες, επίκυρτες και ορειχάλκινες, των οποίων η συναρμολόγηση γινόταν με πόρπες στο κάτω άκρο τους γύρω από τα σφυρά με εσωτερική επένδυση από ύφασμα. Η διαμόρφωσή τους ήταν ιδιαίτερα προσεγμένη, ώστε να προσαρμόζονται όσο το δυνατόν καλύτερα στους μυς της κνήμης του πολεμιστή.
Σε παραστάσεις αγγείων του 7ου αιώνα εμφανίζονται κνημίδες με σχέδια εγχάρακτα ή ζωγραφιστά, καλύπτοντας την κνήμη από την κορυφή της επιγονατίδας ως τον ταρσό, διαφέροντας έτσι από τις βραχύτερες μυκηναϊκές κνημίδες. Προς το τέλος μάλιστα του 7ου αιώνα διαμορφώνεται ένας νέος τύπος κνημίδας προσαρμοσμένος αρκετά στην ανατομία της κνήμης, με σειρά διατρήσεων που χρησίμευαν ώστε να στερεώνεται η εσωτερική υφασμάτινη επένδυση. Ακόμη μεγαλύτερη εφαρμογή στις κνήμες επετεύχθη στα τέλη του 6ου αιώνα οπότε και σημειώνεται μια νέα εξέλιξη στο σχήμα των κνημίδων. (εικ. 27 Σν).
Χρήση:
Οι περικνημίδες είναι ένα στοιχείο της αρχαίας πανοπλίας που διατηρείται σε γενική χρήση στον 5ο και 4ο αιώνα, απαραίτητο για την προστασία από τα βέλη.
Πολεμικό Άρμα
Το άρμα ήταν ένα απλό, δίτροχο όχημα το οποίο έσερναν δύο ίπποι. Ήταν αρκετά ελαφρύ ώστε να μπορεί να κινείται σε εδάφη όχι ιδιαίτερα ομαλά.
Περιγραφή
Ο τύπος άρματος που χρησιμοποιούνταν ευρέως στη μυκηναϊκή εποχή εμφανίζεται στον 8ο αιώνα σε αγγεία της γεωμετρικής εποχής. Στη Σαλαμίνα της Κύπρου ήρθε στο φως άρμα των αρχών του 8ου αιώνα.
Το άρμα χρησιμοποιούνταν από δύο άνδρες, τονηνίοχο ο οποίος κρατούσε τα ηνία και το μαστίγιο και τον παραιβάτηο οποίος ήταν ο πολεμιστής. Η χρήση του άρματος ήταν μία δύσκολη υπόθεση και απαιτούσε μαθητεία και επαγγελματική δεξιότητα.
Όπως μαρτυρείται από τον Όμηρο, σε αυτά τα πρώιμα χρόνια το άρμα ήταν ένα απλό μέσο μεταφοράς και μετακίνησης στο πεδίο της μάχης, των ευγενών πολεμιστών.
Στον 7ο αιώνα άρχισαν να εμφανίζονται τα τέθριππα άρματα τα οποία όμως δεν χρησιμοποιούνταν στη μάχη, αλλά στους αγώνες αρματοδρομίας και στις παρελάσεις.
Χρήση:
Μέσο μεταφοράς και μετακίνησης στο πεδίο της μάχης.
Βιβλιογραφία
Hoffmann H.,Early Cretan Armorers, 1972.
Jarva E., Arcaiologia on Archaic Greek Body Armour, 1995.
Snodgrass A.M.,Τα επιθετικά και αμυντικά όπλα των αρχαίων Ελλήνων, 2003 (μτφρ. Β. Σταματοπούλου, επιμ. Π. Φάκλαρης).
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,Κλασσικός Ελληνισμός, τόμος Γ2, 1972.
Σταιχάουερ Γ., Ο πόλεμος στην αρχαία Ελλάδα, 2000.
Κέντρο Διάδοσης Επιστημών και Μουσείο Τεχνολογίας «ΝΟΗΣΙΣ»
(http://www.noesis.edu.gr/aet)
http://lakedaimonionpoliteia.blogspot.com/2023/06/blog-post.html#more