Η Κάθοδος των Ηρακλειδών
Η Κάθοδος των Ηρακλείδων δημιούργησε τα δωρικά κράτη
της Μεσσηνίας, της Σπάρτης, του Αργούς, της Κορίνθου, της Επιδαύρου και το
κράτος των Αιτωλο-ηλείων στην Ήλιδα.
Οι Θεσσαλοί, οι οποίοι πριν κατοικούσαν στην Ήπειρο,
κινήθηκαν και εισέβαλαν στη χώρα που από τότε ονομάστηκε Θεσσαλία. Δύο άλλα
έθνη, τα οποία ήδη κατοικούσαν στη χώρα αυτή, οι Βοιωτοί και οι Δωριείς, έφυγαν
από εκεί και κινήθηκαν προς το νότο, μετά την επιδρομή των Θεσσαλών. Οι Βοιωτοί
κατέλαβαν τη Βοιωτία και οι Δωριείς τη Δωρίδα. Από τη Δωρίδα, έπειτα από κάποιο
χρονικό διάστημα, πολλοί Δωριείς μαζί με Αιτωλούς εισέβαλαν στην Πελοπόννησο και
κυρίευσαν το μεγαλύτερο μέρος της. Η επιδρομή αυτή των Δωριέων, η οποία είχε
συνέπειες πολύ πιο σημαντικές από τις προηγούμενες, αποκαλείται και Κάθοδος των
Ηρακλειδών, γιατί τα παιδιά του Ηρακλή, τα οποία στο παρελθόν είχαν διωχτεί
μακριά από την Πελοπόννησο, πήραν πίσω τις πατρίδες τους με τη βοήθεια των
Δωριέων και των Αιτωλών. Δημιούργησαν τα δωρικά κράτη της Μεσσηνίας, της
Σπάρτης, του Αργούς, της Κορίνθου, της Επιδαύρου και το κράτος των Αιτωλοηλείων
στην Ήλιδα.
Πηγή:
http://www.nationalgeographic.gr/iee/
Αυτές οι μεταναστεύσεις προκάλεσαν και άλλες σημαντικές
αλλαγές. Ενώ το πολίτευμα που κυριαρχούσε στην Ελλάδα ήταν η βασιλεία, αμέσως
ύστερα από αυτό το γεγονός καταργήθηκε σχεδόν παντού και αντικαταστάθηκε από
αβασίλευτα πολιτεύματα, τα οποία, αν και στη συνέχεια τροποποιήθηκαν λίγο έως
πολύ, εντούτοις αποτέλεσαν τη βάση των πολιτευμάτων στο μεγαλύτερο μέρος της
αρχαίας Ελλάδας. Τότε κοντά στα άλλα, σύμφωνα με την παράδοση, πολλά έθνη, μέσα
και έξω από την Πελοπόννησο, εξαναγκάστηκαν από τους Θεσσαλούς, τους Βοιωτούς
και τους Δωριείς να φύγουν από την Ελλάδα και να μεταναστεύσουν ανατολικά και
κυρίως προς τη Μικρά Ασία, όπου τελικά ίδρυσαν πολυάριθμες αποικίες.
2Η Κάθοδος των Ηρακλείδων -καθώς και όλες οι αλλαγές
που συνδέονται μαζί της- είναι το τελευταίο μεγάλο γεγονός των μυθικών χρόνων
της Ελλάδας. Συγχρόνως, όμως, αποτελεί και το πρώτο βέβαιο γεγονός των
ιστορικών χρόνων που ακολουθούν. Είναι σίγουρο ότι οι αρχαιότερες παραδόσεις,
τουλάχιστον κάποιες από αυτές, έχουν ιστορικό υπόβαθρο. Αλλά με αυτή τη
διαπίστωση δεν συμφωνούν όλοι. Η Κάθοδος των Ηρακλειδών, αν και είναι μια
ιστορία μπλεγμένη με πολλούς μύθους, αποτελεί αναμφισβήτητα ένα ισιο-ρικό
γεγονός, γιατί όλη η πραγματική κατάσταση της Ελλάδας, την οποία διαπιστώνουμε
τους πρώτους ιστορικούς χρόνους, είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τις
παραδόσεις για την Κάθοδο των Ηρακλειδών.
Όταν οι Μύριοι, με επικεφαλής τον Ξενοφώντα, προσπάθησαν να
επιστρέφουν από την ενδοχώρα της Μικράς Ασίας, αφού για μεγάλο χρονικό διάστημα
πέρασαν μέσα από άγνωστες χώρες -όπου μιλούσαν ακατάληπτες γλώσσες και ζούσαν
με περίεργα ήθη-, έφτασαν επιτέλους στην κορυφή του όρους Θήχης και είδαν τον
Εύξεινο Πόντο να απλώνεται μπροστά τους, τότε έβγαλαν μια χαρούμενη κραυγή,
φωνάζοντας: «θάλαττα, θάλαττα»! Η θάλασσα στην πραγματικότητα απείχε ακόμη πάρα
πολύ, αλλά η θέα της, οι μεγάλες και πλούσιες πόλεις που οι Μύριοι ήδη
συναντούσαν, οι γλώσσες που πλέον κατανοούσαν και γενικά όλες εκείνες οι
περιοχές του εμπορίου και του πολιτισμού μαρτυρούσαν πλέον ότι έφτανε στο τέλος
της η πορεία στο άγνωστο. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και τη στιγμή που
ολοκληρώνουμε τη διήγηση των μυθικών χρόνων και φτάνουμε στην Κάθοδο των
Ηρακλειδών. Μπορεί να βρισκόμαστε ακόμη μέσα στα όρια του μυθικού κόσμου, αλλά
ήδη μας δροσίζει η αύρα των ιστορικών χρόνων και προχωράμε ανάμεσα σε
καταστάσεις που μας τους προαναγγέλλουν. Γιατί σι καταστάσεις αυτές μπορεί να
φέρουν ακόμη το μυθικό χαρακτήρα, αλλά το ότι αποτελούν κομμάτι της ιστορίας
μας το πιστοποιούν τα άμεσα και αναμφισβήτητα αποτελέσματά τους, τα οποία
εντοπίζουμε έπειτα από λίγο καιρό στην Πελοπόννησο, στη Βοιωτία, στη Θεσσαλία
και στα παράλια της Μικράς Ασίας. Γι αυτό και σκοπεύουμε να εξετάσουμε πιο
αναλυτικά την Κάθοδο των Ηρακλείδων όταν θα κάνουμε λόγο για τους πρώτους
ιστορικούς χρόνους.
Η κάθοδος ή η «επιστροφή» των Δωριέων;
Οι μετακιvήσεις ελληvικώv φύλωv δεν είναι παρά προσπάθειες
των αρχαίων να εξηγήσουν την ύπαρξη διαφόρων διαλέκτων
Του Χρ. Γ. Ντούμα*
Την ποικιλία των διαλέκτων που μιλούvταv στις διάφορες
περιοχές της ελληνικής γης οι Έλληνες των αρχαϊκών και των κλασικών χρόνων την
ερμήνευαν ως ένδειξη της ύπαρξης διαφορετικών φύλων, τη δε διασπορά της ίδιας
διαλέκτου σε διάφορες περιοχές, την απέδιδαν σε μετακινήσεις του αντίστοιχου
φύλου σ’ αυτές. Την αιτιολογική ερμηνεία αυτή των αρχαίων υιοθέτησαν στην
πλειονότητά τους οι μελετητές του αρχαίου ελληνικού κόσμου, ιδιαίτερα φιλόλογοι
και ιστορικοί. Η λεγόμενη δωρική διάλεκτος ήταν σε χρήση σε πολλές περιοχές της
χώρας και, σύμφωνα με την παραπάνω θεωρία, πολλές ήταν και οι μετακινήσεις των
χρηστών της, των Δωριέων. Έτσι, λοιπόν, σύμφωνα με την παράδοση, όπως τη
διασώζει ο Ηρόδοτος (Ι, 56), από τη Φθιώτιδα οι Δωριείς μετανάστευσαν στην
Ιστιαιώτιδα, στην Πίνδο, στη Δρυοπίδα, στην Πελοπόννησο. Οι υποτιθέμενες αυτές
μετακινήσεις, γνωστές επίσης ως «Κάθοδος των Δωριέων» ή ως «Επιστροφή των
Ηρακλειδών», θεωρήθηκαν εισβολή καθυστερημένων ελληνικών φύλων από τον Βορρά
προκαλώντας την κατάρρευση του μυκηναϊκού κόσμου και εγκαινιάζοντας την περίοδο
των λεγόμενων σκοτεινών αιώνων. Ωστόσο, τα νεωτερικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν
αρχαιολογικά την περίοδο αυτή (9ο και 8ο αι. π.Χ.), όπως η χρήση του σιδήρου,
το έθιμο της καύσης των νεκρών και η κεραμική με γεωμετρική διακόσμηση, όπως
επιγραμματικά επισήμανε η Αμερικανίδα αρχαιολόγος Emily Vermeule, «βρίσκοvται
όχι κατά μήκος της δωρικής διαδρομής αλλ' ακριβώς σε εκείνες τις περιοχές, οι
οποίες όχι μόνο δεν κατακλύστηκαν από νεήλυδες, αλλά τουναντίον διατήρησαν επί
μακρότατοv τις μυκηναϊκές παραδόσεις και τις διά θαλάσσης επαφές τους με την Ανατολή».
Τέτοιες περιοχές ήσαν η Αθήνα, η Κρήτη, η ακτή της Ιωνίας. Και είναι ακριβώς
αυτά τα αρχαιολογικά δεδομένα που έκαναν τον μεν Μανόλη Ανδρόνικο ήδη από το
1971 να αποφανθεί ότι «οι Δωριείς στην αρχαιολογία δεν είναι παρά ένα
φάντασμα», τον δε μεγάλο Βρετανό ελληνιστή John Chadwick λίγα χρόνια αργότερα
(1976) να δηλώσει με έμφαση πως γλωσσολόγοι και αρχαιολόγοι από κοινού έθαψαν
τους Δωριείς ως εισβολείς ή μετανάστες, αποδεικνύοντας την έλευσή τους
ανυπόστατη. Φαίνεται, λοιπόν, ότι τόσο η κάθοδος των Δωριέων όσο και οι άλλες
μετακινήσεις ελληνικών φύλων, όπως τις παραδίδουν οι φιλολογικές πηγές, δεν
είναι παρά προσπάθειες των αρχαίων να εξηγήσουν την ύπαρξη διαφόρων διαλέκτων.
Αυτοεξορία
Ωστόσο, όσο κι αν ο μύθος και η παράδοση δεν αποτελούν
ιστορία, άλλο τόσο δεν μπορεί να αποκλειστεί ο απόηχος κάποιου ιστορικού
γεγονότος στον μύθο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (ΙΧ 27) οι Δωριείς, τμήμα κάποτε
του μυκηναϊκού κόσμου, αυτοεξορίστηκαν προκειμένου να γλιτώσουν από την
τυραννία των Μυκηναίων («φεύγοντες δoυλoσύvηv πρoς Μηκηvαίωv»). Αν έτσι έχει το
πράγμα, τότε η παράδοση που μιλάει για επιστροφή των Ηρακλειδών γίνεται πιο
κατανοητή: Για να επιστρέψει κανείς κάπου πρέπει προηγουμένως να έχει φύγει.
Άλλωστε, έχει γίνει αποδεκτό ότι η λεγόμενη «Πρωτο–δωρική» είναι μία από τις
διαλέκτους Μυκηναϊκής Ελληνικής, η οποία έχει θεωρηθεί ως κοινωνικά κατώτερη,
ότι μιλιόταν εκτός ανακτορικού περιβάλλοντος και γι’ αυτό δεν γραφόταν στις
πινακίδες. Επίσης, σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, οι Δωριείς επέστρεψαν
«κατίovτες», κατερχόμενοι. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να είχαν καταφύγει σε
ψηλά μέρη, σε βουνά, όπου ένιωθαν μεγαλύτερη ασφάλεια και προστασία από τους
κατατρεγμούς και τις διώξεις.
Κτηνοτρόφοι
dorieis3Οι ορεσίβιοι πληθυσμοί ασχολούνται σχεδόν
αποκλειστικά με την κτηνοτροφία και την υλοτομία, την εκμετάλλευση των δασών,
και φαίνεται ότι οι Δωριείς δεν αποτέλεσαν εξαίρεση. Γι’ αυτό και η παράδοση
τους σκιαγραφεί ως συντηρητικούς και άξεστους. Οταν δε οι λόγοι, για τους
οποίους είχαν αυτοεξοριστεί εξέλιπαν, μετά δηλαδή την κατάρρευση του μυκηναϊκού
κόσμου, επέστρεψαν ως Ηρακλείδες «κατίοντες». Κάτειμι σημαίνει «κατέρχομαι από
τα ψηλά μέρη στα χαμηλά» αλλά και «επιστρέφω από εξορία», σημασίες που ταιριάζουν
στην περίπτωση των Δωριέων, oι oποίοι επέστρεψαν από την εξορία τους
«κατελθόντες». Η ερμηνεία που δίνουν οι σύγχρονοι ιστορικοί στο «κατίοvτες» ως
«κατερχόμεvoι από Βορρά» φαίνεται να προέκυψε από τη νεότερη χαρτογραφική
σύμβαση, που θέλει την ανάρτηση του χάρτη με τον γεωγραφικό Βορρά προς τα πάνω.
Με άλλα λόγια, αν δεν υπήρχε αυτή η σύμβαση, και αν είχαμε μάθει να κρεμούμε
τον χάρτη με τον Νότο στο επάνω μέρος, το «κατίοvτες» θα σήμαινε, σύμφωνα με
την ερμηνεία των ιστορικών, «κατερχόμενοι από Νότου». Και, κατά συνέπεια, οι
Δωριείς θα είχαν κατέλθει από την… Κρήτη!
«Κατίοντες»
Η κάθοδος των δωρικών φύλων από τα ορεινά σε πεδινά μέρη και
ανεξάρτητα από μαγνητικούς προσανατολισμούς συμφωνεί με την εγκατάστασή τους σε
περιοχές της Πελοποννήσου που απέχουν πολύ όχι μόνο μεταξύ τους αλλά και από το
σημείο της υποτιθέμενης κοινής αφετηρίας των Δωριέων. Περιοχές, όπως η κεντρική
Μεσσηνία, η κεντρική Λακωνία, η πεδιάδα του Άργoυς, η περιοχή του Ισθμού, πέρα
από τα παραπάνω γνωρίσματα, αποτελούσαν και την καρδιά του μυκηναϊκού κόσμου,
πράγμα που σημαίνει ότι οι Δωριείς «κατίοντες» επέστρεψαν στα μέρη τα οποία
είχαν εγκαταλείψει μερικές γενιές παλιότερα.
Η κατάληξη σε –εύς, ήδη από τα μυκηναϊκά χρόνια σημαίνει
ασχολία, επάγγελμα (π.χ. χαλκεύς), ενώ η ρίζα δωρ– συγγενεύοντας με τη λέξη
δόρυ/δoύρυ, τόσο στις πινακίδες όσο και στον Όμηρο σημαίνει ξύλο (πρβλ.
«δούρειος ίππος»). Η δε εvαλλαγή τoυ ο με oυ ή με ω, ανάλογα με τη διάλεκτο,
δεν είναι ασυνήθης (π.χ. αττ. κόρος, ιωv. κούρος, δωρ. κώρος, βουλή – βωλά, βους
– βως, δούλος – δώλος κ.ά.). Αυτό άλλωστε επιβεβαιώνεται και από την ύπαρξη
σύνθετων ονομάτων, όπως Δωρικλής και Δωρίμαχoς.
Ξυλοκόποι
Μετά τα παραπάνω, ως δηλωτικό ασχολίας το δωριεύς σημαίνει
ξυλοκόπoς. Οι ξυλοκόποι, ζώντας στα βουνά και αποκομμένοι από τον πολιτισμό,
ομιλούν διάλεκτο λιγότερο εξελιγμένη, αρχαϊκή. Με τον καιρό ίσως η σημασία του
Δωριεύς διευρύνθηκε υπονοώντας τον άξεστο χωρικό, όπως η λέξη βλάχος στη
σημερινή καθομιλουμένη από εθνικό κατέληξε να σημαίνει το χωρίς τρόπους άτομο.
Αυτοί λοιπόν οι άξεστοι ξυλοκόποι, με την κατάρρευση του μυκηναϊκού ανακτορικού
συστήματος, βρήκαν την ευκαιρία να επιστρέψουν. Με την ερμηνεία των Δωριέων ως
ξυλοκόπων φαίνεται να συμφωνεί και ο μύθος του τελευταίου βασιλιά της Αθήνας,
του Κόδρου, ο οποίος για να σώσει την πόλη του από τους εισβολείς Δωριείς,
διείσδυσε λάθρα στο στρατόπεδό τους μεταμφιεσμένος σε ξυλοκόπο, δηλαδή σε έναν
από αυτούς, σε δωριέα.
Στην ελληνική μυθολογία, και γενικότερα στην αρχαία Ελλάδα,
με τον όρο Ηρακλείδες αναφέρονται οι γιοί του Ηρακλή και οι απόγονοί τους. Από
wikipedia
Ο Ηρακλής με ένα των Ηρακλειδών, τον Τήλεφο (Μουσείο του
Λούβρου).
Πολλοί βασιλικοί οίκοι στην αρχαία Ελλάδα ανήγαν την
καταγωγή τους μέχρι τον ένδοξότερο ήρωα της ελληνικής μυθολογίας, τον Ηρακλή.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των βασιλέων της Μακεδονίας, τους οποίους
μιμήθηκαν και όλες σχεδόν τις δυναστείες των ελληνιστικών κρατών.
Με τη στενότερη σημασία του όρου, Ηρακλείδες είναι οι
απόγονοι του Ηρακλή και της Δηιάνειρας, με την κάθοδο των οποίων στην Πελοπόννησο
σχετίζεται η άφιξη των τελευταίων Δωριέων στην Ελλάδα. Αμέσως μετά τον θάνατο
του Ηρακλή και την άνοδό του στον Όλυμπο, τα παιδιά του έμειναν χωρίς προστάτη
και καταδιώχθηκαν από τον Ευρυσθέα. Κατέφυγαν αρχικώς στον βασιλιά της
Τραχίνας, τον Κύηκα, που θυμόταν τις ευεργεσίες του Ηρακλή. Αλλά ο Ευρυσθέας
τον ανάγκασε να τα διώξει. Τότε οι Ηρακλείδες πήγαν στην Αθήνα, όπου βασίλευε ο
Θησέας (κατ' άλλους οι απόγονοί του), και του ζήτησαν άσυλο, καθίζοντας ως
ικέτες στον «Ελέου βωμόν». Ο Ευρυσθέας ζήτησε την παράδοση των «ικετών», ωστόσο
ούτε ο Θησέας, ούτε άλλος Αθηναίος δέχθηκε να τους παραδώσει, κι έτσι ο
Ευρυσθέας κήρυξε τον πόλεμο στην Αθήνα. Στη μάχη που επακολούθησε στην Αττική,
οι Αθηναίοι κατετρόπωσαν τον στρατό του Ευρυσθέως, ο οποίος έχασε τη ζωή του,
ενώ σκοτώθηκαν και οι 5 γιοί του. Η νίκη αυτή είχε προφητευθεί από το Μαντείο
των Δελφών, που είχε δώσει στους Αθηναίους την υπόσχεση ότι θα νικούσαν αν
θυσιαζόταν με τη θέλησή της μία παρθένος από «γένος ευγενών». Η Μακαρία, κόρη
του Ηρακλή και της Δηιάνειρας, θυσιάσθηκε τότε θεληματικά για να χαρίσει τη
νίκη στα αδέλφια της και τους Αθηναίους.
Από τη στιγμή του θανάτου του Ευρυσθέα και της καταστροφής
του στρατού του, οι Ηρακλείδες ήθελαν να επιστρέψουν στην Πελοπόννησο, από όπου
καταγόταν ο Ηρακλής, ο οποίος μάταια προσπαθούσε να γυρίσει εκεί ως τον θάνατό
του. Με οδηγό τον Ύλλο κατέλαβαν όλες σχεδόν τις πόλεις της. Αλλά μετά ένα
χρόνο περίπου εμφανίσθηκε εκεί μία θανατηφόρα επιδημία και ο χρησμός που
ζήτησαν ανέφερε πως αυτή ήταν εκδήλωση της «θείας οργής» επειδή οι Ηρακλείδες
είχαν επιστρέψει πριν από τον καθορισμένο «από το πεπρωμένο» χρόνο. Υπακούοντας
τότε στη «θέληση των θεών», οι Ηρακλείδες εγκατέλειψαν την Πελοπόννησο και
ξαναγύρισαν στην Αττική, όπου εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Μαραθώνα.
Μόλις απέδραμαν και τα τελευταία ίχνη της τρομερής
επιδημίας, ο Ύλλος κατέφυγε στο Μαντείο των Δελφών και ζήτησε χρησμό για το
πότε έπρεπε να ξαναγυρίσουν στην Πελοπόννησο. Του δόθηκε τότε ο χρησμός ότι ο
κατάλληλος χρόνος θα ήταν «μετά τον τρίτο θερισμό» ή «μετά την τρίτη σοδειά».
Ανάμεσα σε όλους τους αδελφούς του, ο Ύλλος ήταν ο πραγματικός κληρονόμος του
Ηρακλή και αυτός που είχε ζήσει τον περισσότερο καιρό μαζί του και ανατράφηκε
κοντά του. Για τους λόγους αυτούς ο Ύλλος είχε αναγνωρισθεί από τους Ηρακλείδες
αρχηγός τους και σε αυτόν είχαν αναθέσει να τους οδηγήσει στην εστία τους.
Αμέσως μετά τον χρησμό αυτόν λοιπόν, ο Ύλλος επικεφαλής των αδελφών του
επεχείρησε να περάσει τον Ισθμό της Κορίνθου. Εκεί όμως συνάντησε παραταγμένο
τον στρατό του Έχεμος, του βασιλιά της Τεγέας. Αντί για μάχη, προτιμήθηκε από
τις δύο πλευρές μία μονομαχία ανάμεσα στους αρχηγούς τους. Σε αυτή σκοτώθηκε ο
Ύλλος, κι έτσι οι Ηρακλείδες επέστρεψαν πίσω.
Μετά από πολλά χρόνια, ο εγγονός του Ύλλου Αριστόμαχος
ξαναπήγε να ρωτήσει το Μαντείο. Ο χρησμός που του δόθηκε, όπως τουλάχιστον τον
κατάλαβε ο ίδιος, έλεγε ότι οι θεοί θα του χάριζαν τη νίκη αν ακολουθούσε την
«ευθεία οδό». Πίστεψε ότι η φράση σήμαινε τον Ισθμό και προσπάθησε να τον
περάσει, αλλά σκοτώθηκε εκεί. Οι Ηρακλείδες επέστρεψαν στη Στερεά Ελλάδα για
μια ακόμα φορά.
Οι γιοί του Αριστομάχου, όταν ενηλικιώθηκαν, απέστειλαν τον
πρεσβύτερό τους, τον Τήμενο, ξανά στους Δελφούς, όπου ζήτησε τον ίδιο χρησμό
που ζητούσαν οι πρόγονοί του: «Πότε θα έρθει η μέρα του γυρισμού;» Επειδή
ωστόσο είχε παρατηρήσει ότι οι προγόνοι του ακολούθησαν τον χρησμό και αυτός
είχε σταθεί η αιτία του χαμού τους, ο Τήμενος ρώτησε επιπλέον με πίκρα τον θεό:
«Γιατί;» Αυτός του αποκρίθηκε δια της Πυθίας ότι δεν ήταν δικό του το λάθος εάν
οι πρόγονοί του δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν σωστά τους χρησμούς. Του εξήγησε
όμως λίγο περισσότερο, ότι με τον «τρίτο θερισμό» υπονοούσε την τρίτη γενιά,
και με την «ευθεία οδό» τον θαλάσσιο δρόμο ανάμεσα στις ακτές της Στερεάς και
της Πελοποννήσου. Ο Τήμενος έμεινε ευχαριστημένος από τις διευκρινήσεις του
νέου χρησμού. Ο ίδιος και τα αδέλφια του αποτελούσαν πραγματικά την τρίτη
γενιά. Αμέσως, οι Ηρακλείδες ξεκίνησαν να κατασκευάζουν σε μια ακτή της
Λοκρίδας τα απαραίτητα για μια θαλάσσια εισβολή και απόβαση πλωτά μέσα. Στην
τοποθεσία αυτή υπήρχε μια κωμόπολη που, μετά το στήσιμο των ναυπηγείων εκεί,
ονομάσθηκε μέχρι σήμερα Ναύπακτος (από τη λέξη ναυς και το ρήμα πήγνυμι =
κατασκευάζω). Ο μύθος μας λέει ότι το χρονικό διάστημα που οι Ηρακλείδες
ανέμεναν την κατασκευή των πλοίων, ο νεότερος αδελφός του Τημένου, ο
Αριστόδημος, παραφρόνησε και σκοτώθηκε. Ο θάνατός του έγινε η απαρχή μιας
σειράς από κακοτυχίες για τους Ηρακλείδες. Ο Παυσανίας όμως στα Λακωνικά μας
λέει ότι ο Αριστόδημος σκοτώθηκε στην Λακωνία αφού πρώτα την μοίρασε στους
γιους του.
Λίγο αργότερα, μια μέρα έφθασε στο στρατόπεδο των Ηρακλειδών
ένας μάντης που ονομαζόταν Κάρνος και διατηρούσε φιλικές σχέσεις μαζί τους.
Ωστόσο, η ψυχολογική κατάσταση στο στρατόπεδο ήταν τεταμένη και τώρα πίστεψαν
ότι ερχόταν να τους «κάνει μάγια» σταλμένος από τους Πελοποννήσιους. Και ένας
Ηρακλείδης, ο Ιππότης, γιος του Φύλα, τον τρύπησε με τη λόγχη του. Τότε ξέσπασε
μια αιφνίδια θύελλα και κατέστρεψε τα πλοία που ήταν σχεδόν έτοιμα. Την επόμενη
μέρα ένας λοιμός άρχισε να αποδεκατίζει το στράτευμα. Ο Τήμενος έτρεξε ακόμα
μια φορά στο περιώνυμο Μαντείο των Δελφών και εξακρίβωσε από τον χρησμό ότι η
θύελλα και ο λοιμός ήταν συνέπειες της θεϊκής οργής για τον φόνο του μάντη. Ο
θεός προσέθεσε ότι ο φονιάς έπρεπε να εξορισθεί για 10 χρόνια και ότι οι
Ηρακλείδες έπρεπε να χρησιμοποιήσουν ως οδηγό στην εκστρατεία τους «ένα πλάσμα
με τρία μάτια». Ο Τήμενος υπάκουσε και εξόρισε τον Ιππότη. Τότε πέρασε από εκεί
ο Όξυλος, επιστρέφοντας από την Ήλιδα στην πατρίδα του, την Αιτωλία, καβάλα στο
άλογό του. Ο Όξυλος ήταν μονόφθαλμος και οι Ηρακλείδες θεώρησαν ότι το μάτι του
μαζί με τα δύο του αλόγου του συνιστούσαν τα τρία μάτια του «πλάσματος» που
έπρεπε να χρησιμοποιήσουν. Τον πήραν λοιπόν ως οδηγό για την επάνοδό τους στην
Πελοπόννησο, αφού ο Όξυλος δέχθηκε με τον όρο ότι θα τον βοηθούσαν να καταλάβει
τον θρόνο της Ήλιδας.
Μετά από όλα αυτά, οι Ηρακλείδες αποβιβάσθηκαν στην
Πελοπόννησο και υπέταξαν τους κατοίκους της ύστερα από αρκετές μάχες. Ως
επιστέγασμα της τελικής και οριστικής επικρατήσεώς τους, ίδρυσαν ένα βωμό του
«Διός Πατρώου».
Στη συνέχεια, οι Ηρακλείδες μοιράσθηκαν μεταξύ τους τις
διάφορες περιοχές-βασίλεια της Πελοποννήσου. Υποστηρίζεται πάντως από τους
μυθογράφους ότι μόνο τρεις μεγάλες περιοχές μοιράσθηκαν: Η Αργολίδα, η Μεσσηνία
και η Λακωνία. Η ορεινή Αρκαδία δεν κατακτήθηκε ποτέ από τους Ηρακλείδες, καθώς
εξαιτίας υποτίθεται και πάλι ενός χρησμού αναγκάσθηκαν να κλείσουν ειρήνη με
τους Αρκάδες (βλ. και Κρεσφόντης, Κύψελος). Την αιτία όμως αυτής της ειρήνης ο
κάθε μυθογράφος τη θεωρεί διαφορετική και φαίνεται λογικό το ότι απλώς οι νέοι
κατακτητές δεν θα είχαν κανένα όφελος από την καταπόνηση των στρατευμάτων τους
για την κατάκτηση της πλέον ορεινής και άγονης περιοχής της Πελοποννήσου.
Κατάλογος των παιδιών του Ηρακλή
Α) Από τις κόρες του Θέσπιου:
Αλοκράτης
Αμέστριος
Αντιάδης
Αντιλέων
Αντίμαχος
Άντιφος
Αρχέδικος
Αρχέμαχος
Αστυάναξ
Άτρομος
Βουκόλος
Βουλεύς
Δυνάστης
Εντελίδης
Εράσιππος
Ευμένης
Ευρύθρας
Ευρυκάπης
Ευρυόπης
Ευρύπυλος
Θρεψίππας
Ιόβης
Ιππεύς
Ιππόδρομος
Ιππόζυγος
Κάπυλος
Κελευστάνωρ
Κλεόλαος
Κρέων
Λαομέδων
Λαομένης
Λεύκιππος
Λυκαίος
Λυκούργος
Μέντωρ
Νέφος
Νικόδρομος
Οιστρόβλης
Όλυμπος
Ομόλιππος
Ονήσιππος
Πάτροκλος
Πολύλαος
Τελευταγόρας
Τέλης
Φαλίας
Β) Από άλλες θνητές:
Δηικόων,
Θηρίμαχος, Κρεοντιάδης (από τη Μεγάρα)
Τληπόλεμος (από
την Αστυόχη ή τη Μελίτη)
Θεσσαλός (από τη
Χαλκιόπη ή την Αστυόχη)
Ευήρης (από την
Παρθενόπη)
Θέσταλος (από την
Επικάστη)
Ύλλος, Γλήνος,
Κτήσιππος, Μακαρία, Ονίτης (ή Οδίτης) (από τη Δηιάνειρα)
Αχέλης (ή Αγέλαος)
ο Τυρρηνός (από την Ομφάλη)
Παλαίμων (από την
Αυτονόη)
Αντίοχος (από τη
Μήδα)
Τήλεφος, Τηλέφα
(από την Αύγη)
Γ) Από θεές:
Αλεξιάρης,
Ανίκητος (από την Ήβη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου